Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ



ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ

Τα περιθώρια περιστολής των Ελληνικών αμυντικών δαπανών

Α. Σ. Ανδρέου1, Κ. Ε. Παρσόπουλος2, Μ. Ν. Βραχάτης2 και Γ. Α. Ζομπανάκης3


Πανεπιστήμιον Κύπρου, Τμήμα Πληροφορικής, Καλλιπόλεως75,Τ.Θ.20537, CY1678 Λευκωσία,Κύπρος, τηλ.:+357-2-892230, fax:+357-2-339062,

e-mail:aandreou@ucy.ac.cy

2 Πανεπιστήμιον Πατρών,ΜαθηματικόνΤμήμα,

Πάτραι26500, Ελλάς, τηλ.:+61-997374,fax:+61-992965, e-mail:vrahatis@math.upatras.gr

3

Τράπεζα της Ελλάδος, Διεύθυνσις Οικονομικών Μελετών, Πανεπιστημίου 21 Αθήναι102-50, Ελλάς, τηλ.:+1-3235809, fax:+1-3233025, e-mail:gzombanakis@bankofgreece.gr

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ ΥΠΟΒΑΘΡΟΝ




ΚΡΑΤΟΣ Τ





ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ

ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ



ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ

Ε: 4 Τ: 4

Ε: -16 Τ: 8



ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ

Ε: 8 Τ: -16

Ε: -12 Τ: -12




ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ :

1. Αμφότερα τα κράτη περιορίζουν τα εξοπλιστικά τους προγράμματα.

2. Το κράτος Ε περιορίζει τα προγράμματά του ενώ το κράτος Τ τα κλιμακώνει.

3. Το κράτος Τ περιορίζει τα προγράμματά του ενώ το κράτος Ε τα κλιμακώνει.

4. Αμφότερα κλιμακώνουν τα εξοπλιστικά τους προγράμματα.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΡΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΥΠΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ

Αμυντικαί Δαπάναι ως Ποσοστόν του ΑΕΠ


ΕΛΛΑΣ

ΚΥΠΡΟΣ


ΕΛΑΧ.

ΜΕΓ.

ΑΡΙΣΤΟΝ

ΕΛΑΧ.

ΜΕΓ.

ΑΡΙΣΤΟΝ

ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ

1,9

6,5

3,6

1,8

6,1

3,6

ΕΛΛΗΝΙΚΗ/

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ – ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ

1,5

6,1

3,4

1,4

5,6

3,5

ΕΛΛΗΝΙΚΗ/

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ – ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ

1,9

6,5

3,6

1,8

6,1

3,6

ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ

1,5

6,1

3,4

1,4

5,6

3,5

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΣ

Η ενδεδειγμένη ή αρίστη τιμή των αμυντικών δαπανών σε όρους ποσοστού του ΑΕΠ είναι, κατά μέσον όρον, εις όλες τις περιπτώσεις ιδιαιτέρως σταθερή, μεταξύ 3,4% και 3,6%, ποσοστόν αρκετά υψηλότερον των αντιστοίχων στα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη και δη μέλη του ΝΑΤΟ, εκτός, βεβαίως, της Τουρκίας.

Η μεγίστη επιβάρυνσις την οποίαν αντέχουν οι οικονομίες των δύο συμμάχων σε όρους ποσοστού του ΑΕΠ είναι μεταξύ 6.0% και 6.5% για την Ελλάδα και, ολίγον χαμηλότερη, δηλαδή μεταξύ 5.5% και 6.0% για την Κύπρον.

Η Τουρκική πλευρά έχει την πρωτοβουλίαν των κινήσεων εις τον ανταγωνισμόν των εξοπλισμών εναντίον της Ελλάδος και της Κύπρου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ - ΠΡΟΤΑΣΙΣ

Ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών εις τον οποίον έχουν εμπλακή η Ελλάς και η Κύπρος εναντίον της Τουρκίας επιβάλλει εις τις οικονομίες των δύο συμμάχων δυσβάστακτον μεν, αλλά αναπόφευκτον επιβάρυνσιν, δεδομένης της Τουρκικής πρωτοβουλίας κινήσεων εις τον εξοπλιστικόν ανταγωνισμόν.

Η Ελλάς θα ηδύνατο να επηρεάση τον συσχετισμό των δυνάμεων υπέρ της Ελληνικής πλευράς εκμεταλλευομένη την οικονομικήν κρίσιν της Τουρκίας απλώς και μόνον τηρώντας απαρεγκλίτως το τελευταίο πενταετές εξοπλιστικόν πρόγραμμα

Α. Σ. Ανδρέου, Κ. Ε. Παρσόπουλος, Μ. Ν. Βραχάτης2 ,

Γ. Α. Ζομπανάκης



Τα περιθώρια περιστολής των Ελληνικών αμυντικών δαπανών*.

ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ

Η εργασία αυτή βασίζεται εν πολλοίς σε προηγουμένη έρευνα επί του συγκεκριμένου ζητήματος ( Αndreou et al. 2001 ) και έχει ως πρώτο στόχο την διερεύνηση του κατά πόσον οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδος και της Κύπρου είναι επαχθείς για τις οικονομίες των δύο χωρών, ιδίως κατά τα τελευταία έτη, μετά την έμφαση η οποία δίδεται εις την εφαρμογή του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Το αμέσως επόμενον ερώτημα είναι το κατά πόσον οι δαπάνες της κατηγορίας αυτής είναι αναγκαίες δια την αμυντική θωράκιση των δύο συμμάχων. Οι απαντήσεις εις τα δύο αυτά ερωτήματα δίδονται μέσω της μαθηματικής μεθόδου αριστοποιήσεως υπό περιορισμούς. Ειδικώτερον, υπολογίζεται διά της χρήσεως καταλλήλου αλγορίθμου και εις όρους ποσοστού του ΑΕΠ το μέγιστον ύψος των αμυντικών δαπανών το οποίον δύναται να επιτευχθή υπό τούς περιορισμούς οι οποίοι τίθενται από πλευράς Ελληνικής και Κυπριακής οικονομίας. ΟΙ περιορισμοί αυτοί εισάγονται μέσω της χρήσεως περιληπτικού μακροοικονομικού υποδείγματος των δύο οικονομιών, το οποίον όμως δίδει έμφαση εις τον τομέα των αμυντικών δαπανών. Τα προκύπτοντα συμπεράσματα καταδεικνύουν την υπερβολική και ως εκ τούτου δυσβάστακτον επιβάρυνση της Ελληνικής και Κυπριακής οικονομίας λόγω των αμυντικών δαπανών, οι οποίες, ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι περίπου διπλάσιες αυτών τις οποίες επιτρέπουν οι οικονομικές επιδόσεις των δύο συμμάχων. Καταδεικνύεται όμως επίσης και η αναγκαιότης της διατηρήσεως των αμυντικών δαπανών εις τα επίπεδα αυτά δεδομένης της συνεχούς απειλής από πλευράς Τουρκίας και του συνεπαγομένου ανταγωνισμού προς την χώραν αυτήν εις τον τομέα των εξοπλισμών. Είναι σημαντικόν, επομένως να υπογραμμισθή η βεβαιότης της αποτυχίας της πολιτικής των μονοπλεύρων αφοπλισμών και υποχωρήσεων η οποία ακολουθείται από Ελληνικής πλευράς, καθώς και οι συνεπακόλουθοι κίνδυνοι, δεδομένου του μακροπροθέσμου εξοπλιστικού προγράμματος της Τουρκίας, έστω και άν ωρισμένα μέρη του ανεστάλησαν μετά την τελευταίαν οικονομικήν κρίσιν την οποίαν υπέστη η χώρα αυτή.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η βιβλιογραφία η οποία αναφέρεται εις τον τομέα της Οικονομικής της Αμύνης ( Defence Economics ) έχει ιδιαιτέρως εμπλουτισθή από διάφορες απόψεις, πολλάκις εκ διαμέτρου αντίθετες εις ότι αφορά το ζήτημα της συνδρομής των αμυντικών δαπανών εις την οικονομικήν ανάπτυξη. Ειδικώς για την περίπτωσιν της Ελλάδος, και ανεξαρτήτως της απαντήσεως εις το ανωτέρω ερώτημα, οι ομολογουμένως υψηλές αμυντικές δαπάνες σε όρους ποσοστού επί του ΑΕΠ αντιμετωπίζονται περίπου ως αναγκαίο κακόν, εφ’ όσον προκύπτουν ως αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού εις τον τομέα των εξοπλισμών. Το μείζον θέμα εις την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού δημιουργείται από τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, όπου διατυπώνονται απόψεις υπέρ ή κατά της διατηρήσεως των υψηλών ποσοστών αμυντικών δαπανών από Ελληνικής πλευράς, οι οποίες όμως βασίζονται απλώς σε προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις, στερούμενες συνήθως επιστημονικής θεμελιώσεως.

Η ανάγκη, λοιπόν, της παροχής ισχυρού επιστημονικού υποβάθρου επί τού οποίου να στηριχθούν οι απόψεις περί της αναγκαιότητος και τού ύψους των αμυντικών δαπανών μας ώθησε εις την κατάρτιση της μελέτης αυτής. Αποφασίσαμε, συγκεκριμένα, να υπολογίσωμε το «άριστον» ποσοστόν αμυντικών δαπανών, το οποίον όμως να είναι συμβατό με τις δυνατότητες της Ελληνικής αλλά και της Κυπριακής οικονομίας, δεδομένων των αμυντικών αναγκών και υποχρεώσεων των δύο χωρών οι οποίες απορρέουν εκ του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Ακολούθως πρόκειται να εξετασθή εάν το «άριστον» αυτό ποσοστόν αμυντικών δαπανών διαφέρει αναλόγως της πολιτικής η οποία ακολουθείται από τις τρείς χώρες οι οποίες εμπλέκονται εις την συγκεκριμένη περίπτωση εξοπλιστικού ανταγωνισμού, δηλαδή την Ελλάδα και την Κύπρον, αφ’ ενός και την Τουρκίαν, αφ’ ετέρου. Από τεχνικής απόψεως, η ανάλυση γίνεται βάσει συγκεκριμένου αλγορίθμου αριστοποιήσεως υπό περιορισμούς, οι οποίοι τίθενται μέσω οικονομετρικού υποδείγματος με έμφαση εις τις δαπάνες του αμυντικού τομέως για τις οικονομίες της Ελλάδος και την Κύπρου. Το τελευταίο τμήμα της εργασίας αυτής παρουσιάζει περιληπτικώς τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής καθώς και τα προκύπτοντα συμπεράσματα.

Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ

Βασιζόμενοι πάντοτε επί της διεθνούς βιβλιογραφίας τα υπάρχοντα δεδομένα είναι ως εξής:

Ο ανταγωνισμός των εξοπλιστικών προγραμμάτων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας έχει μελετηθή διεξοδικώς ( Kollias and Makrydakis 1997, Andreou and Zombanakis 2000 ) ενώ οι οικονομικές του επιπτώσεις για την Ελλάδα και την Τουρκία έχουν επισημανθή επανειλλημένως ( Kollias 1994, 1995, 1996 και 1997, Antonakis 1996 και 1997, Ozmucur 1996, Sezgin 2001 ). ‘Εχει επίσης τονισθή ότι για τις οικονομίες των εμπλεκομένων χωρών, ο ανταγωνισμός αυτός είναι ιδιαιτέρως επιζήμιος, δεδομένου ότι σε πολύ σημαντικό βαθμό τα χρησιμοποιούμενα οπλικά συστήματα είναι εισαγόμενα, προκαλώντας τόσον επιβάρυνση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, όσον και αύξηση του εξωτερικού χρέους ( Stavrinos and Zombanakis 1998 ). Κατά συνέπειαν, σε όρους ποσοστού του ΑΕΠ, οι αμυντικές δαπάνες για την Ελλάδα και την Κύπρο έχουν, πολλές φορές, υπερβή το 6%, ενώ συμφώνως προς στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το τμήμα του εξωτερικού χρέους το οποίον αφορά εις τις δαπάνες για εξοπλισμούς έχει διπλασιασθή εντός της προηγουμένης δεκαετίας, φθάνοντας τα 5 δις δολλάρια ή περίπου 16% του συνολικού εξωτερικού χρέους της Γενικής Κυβερνήσεως εις το τέλος του 2000.

Τα ερωτήματα λοιπόν τα οποία ανακύπτουν είναι δύο: Πρώτον, εάν και σε ποίο βαθμόν η επιβάρυνση αυτή της οικονομίας της Ελλάδος, αλλά και της Κύπρου είναι αναγκαία. Δεύτερον, εάν υπάρχη περιθώριο μειώσεως των δαπανών αυτών και πόσον ευρύ είναι το περιθώριον αυτό. Η απάντηση και εις τα δύο αυτά ερωτήματα δίδεται εις την εργασίαν αυτή, τόσον επί θεωρητικής, όσον και επί εφηρμοσμένης βάσεως.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ ΥΠΟΒΑΘΡΟΝ

Από πλευράς θεωρητικής η βιβλιογραφία επί του ζητήματος του ανταγωνισμού εις τον τομέα των εξοπλισμών είναι σαφής, προσεγγίζοντας το θέμα βάσει της θεωρίας των παιγνίων: Η προσέγγιση αυτή εις την πλέον απλοποιημένη της μορφή έχει ως εξής ( Hartley and Sandler 1995 ):

Έστω ότι υπάρχουν δύο αντίπαλοι οι οποίοι επιδίδονται σε εξοπλιστικόν ανταγωνισμό και οι οποίοι έχουν την δυνατότητα εφαρμογής δύο ειδών στρατηγικής: Είτε περιορισμόν, είτε κλιμάκωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Αυτό μας επιτρέπει να συνοψίσωμε τις πιθανές των αντιδράσεις εις τον κατωτέρω πίνακα, ο οποίος αναφέρει επιπροσθέτως τις επιπτώσεις της κάθε επιλογής υπό μορφήν υποθετικών κερδών για κάθε αντίπαλο και για κάθε έναν από τους τέσσερεις πιθανούς συνδυασμούς στρατηγικής. Είναι σημαντικό να τονισθή εις το σημείον αυτό ότι ναι μεν τα μεγέθη του πίνακος αυτού είναι υποθετικά, το στοιχείον όμως το οποίον έχει σημασίαν είναι τα κέρδη σε σχετικούς όρους, όπου η σχέση περιγράφει την σύγκριση μεταξύ κρατών, αλλά και μεταξύ επιλογών στρατηγικής. Οι τέσσερεις πιθανοί συνδυασμοί είναι:







ΚΡΑΤΟΣ Τ




ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ

ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ







ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ

Ε: 4 Τ: 4

Ε: -16 Τ: 8






ΚΡΑΤΟΣ Ε










ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ

Ε: 8 Τ: -16

Ε: -12 Τ: -12

































1. Αμφότερα τα κράτη περιορίζουν τα εξοπλιστικά τους προγράμματα. Το όφελος εις την περίπτωσιν αυτήν είναι ίσο και δια τις δύο πλευρές και αντιπροσωπεύει αυτό το οποίον ονομάζεται εις την βιβλιογραφίαν «μέρισμα της ειρήνης» ( peace dividend ) ( Hartley and Sandler 1995 ), δηλαδή τα οφέλη τα οποία προκύπτουν από την μετατόπισιν πόρων από τις αμυντικές δαπάνες προς δαπάνες άλλων κατηγοριών.

2. Αμφότερα κλιμακώνουν τα εξοπλιστικά τους προγράμματα. Εδώ υπάρχει κόστος δια τους δύο αντιπάλους, πολλαπλάσιον εις απολύτους όρους του μερίσματος της ειρήνης, δεδομένου ότι οδηγεί σε μία ατέρμονα διαδικασίαν διατηρήσεως ή ακόμη και αυξήσεως των αμυντικών δαπανών και του εξωτερικού χρέους ( Stavrinos and Zombanakis 1998 ), ενώ η προοπτική της συρράξεως είναι πάντοτε ενδεχομένη.

3. Το κράτος Ε περιορίζει τα προγράμματά του ενώ το κράτος Τ τα κλιμακώνει. Εις την περίπτωσιν αυτήν το κράτος Τ χάνει μεν το μέρισμα της ειρήνης ( - 4 ), η μονομερής, όμως, κλιμάκωσις των εξοπλισμών έχει θετικήν κατάληξιν δι’ αυτό ( + 12 ), δεδομένου ότι το αντίπαλον κράτος έχει περιστείλει τα ιδικά του εξοπλιστικά προγράμματα. Αντιθέτως, το κράτος Ε υφίσταται όχι μόνον την απώλειαν του μερίσματος της ειρήνης ( - 4 ), αλλά και τις αρνητικές συνέπειες της περιοριστικής του πολιτικής ( -12 ), η οποία οδηγεί εις αποδυνάμωσιν της αμυντικής ικανότητος της χώρας αυτής.

4. Το κράτος Τ περιορίζει τα προγράμματά του ενώ το κράτος Ε τα κλιμακώνει. Εις την περίπτωσιν αυτήν ισχύουν τα εις την παράγραφον 3 ανωτέρω περιγραφέντα, με αντιστροφήν, όμως της αντιστοιχίας των δύο κρατών.

Οριζοντίως εμφανίζονται οι δύο επιλογές στρατηγικής του Κράτους Ε , ενώ καθέτως οι δύο επιλογές του Κράτους Τ. Η πρώτη τιμή σε κάθε τεταρτημόριο του πίνακος αναφέρεται εις τα οφέλη του Κράτους Ε, ενώ η δευτέρα τιμή εις τα οφέλη του Κράτους Τ.

Έτσι, συμφώνως προς τα ανωτέρω, το όφελος για κάθε κράτος μεγιστοποιείται όταν αυτό κλιμακώνει τα εξοπλιστικά του προγράμματα ενώ ο αντίπαλος περιορίζει τα δικά του. Το αμέσως επόμενον ενδεχόμενον από πλευράς μεγιστοποιήσεως του οφέλους είναι η περίπτωσις της αμοιβαίας περιστολής των αμυντικών δαπανών, όπου όμως πλέον ο ανταγωνισμός παύει να υφίσταται, ενώ η τρίτη κατά σειράν περίπτωσις περιλαμβάνει ανταγωνισμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων μεταξύ των δύο αντιπάλων. Τέλος, είναι προφανές ότι το όφελος για κάθε μία πλευρά ελαχιστοποιείται όταν αυτή περιστέλλει τις αμυντικές της δαπάνες, ενώ το έτερον κράτος τις κλιμακώνει. Αυτό θεωρείται απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο, δεδομένου ότι η μείωσις της ενόπλου δυνάμεως του κράτους το οποίο περιστέλλει τις αμυντικές του δαπάνες, σε σχετικούς όρους πάντοτε, θεωρείται απολύτως βέβαιον ότι θα παράσχη κίνητρον εις το έτερον κράτος να προβάλη διεκδικήσεις ή ακόμη και να επιτεθή. Η μελέτη του ανωτέρω πίνακος κατ’ αυτόν τον τρόπον οδηγεί εις το συμπέρασμα ότι η αμοιβαία μείωσις των εξοπλισμών είναι ασφαλώς η πλέον συμφέρουσα λύση και για τις δύο πλευρές συγχρόνως. Το δίλημμα όμως το οποίον προκύπτει συνδέεται με την τάση των δύο πλευρών να επιδιώκουν την μεγιστοποίηση του ιδίου συμφέροντος επιδιδόμενες σε κλιμάκωση των εξοπλιστικών τους προγραμμάτων. Αυτό εξηγείται με την βοήθεια του όρου «βέλτιστη στρατηγική» ο οποίος περιγράφει την στρατηγική εκείνη η οποία αποφέρει το μέγιστον όφελος εις τον εφαρμόζοντα την στρατηγικήν αυτήν, ασχέτως προς τις αντιδράσεις της αντιπάλου πλευράς. Έτσι εις την ανωτέρω περίπτωση η κλιμάκωσις των εξοπλιστικών προγραμμάτων αποτελεί την βέλτιστη στρατηγική για το Κράτος Ε, δεδομένου ότι τα οφέλη για το κράτος αυτό τα οποία αναγράφονται εις την γραμμή ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ ( 8 και –12 ), είναι αντιστοίχως υψηλότερα αυτών τα οποία αναγράφονται για το ίδιο κράτος εις την γραμμή ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ( 4 και –16 ). Βάσει της ιδίας λογικής, για το κράτος Τ ισχύει ότι η μονομερής κλιμάκωσις των εξοπλισμών είναι η βέλτιστη λύση, δεδομένου ότι τα οφέλη της στήλης ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ για το συγκεκριμένο κράτος είναι υψηλότερα σε σχέση με αυτά της στήλης ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ. Εφ’ όσον, λοιπόν, η βέλτιστη στρατηγική και για τούς δύο αντιπάλους δίδεται από την επιλογήν της κλιμακώσεως, αυτομάτως οδηγούμεθα εις περιβάλλον εξοπλιστικού ανταγωνισμού. Κατά παράδοξον τρόπον, έκαστος των δύο αντιπάλων αυξάνει μεν τις αμυντικές του δαπάνες, ενδέχεται όμως η τακτική αυτή να μην οδηγήση σε βελτίωση του επιπέδου ασφαλείας του, δεδομένου ότι και το αντίπαλο κράτος θα επιλέξη με την σειρά του αύξηση των αμυντικών του δαπανών.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Η ανωτέρω θεωρητική τοποθέτησις παρουσιάζεται ώστε να βοηθήση εις την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της εμπειρικής αναλύσεως η οποία έχει ως εξής: Υπολογίζομε το ενδεδειγμένο ή άρίστο ποσοστό αμυντικών δαπανών επί του ΑΕΠ δια την Ελλάδα και την Κύπρον, υπό τούς περιορισμούς οι οποίοι τίθενται από την εισαγωγή του οικονομετρικού υποδείγματος που περιγράφει την δομή και τις οικονομικές δυνατότητες των δύο συμμάχων ( Andreou et al. 2001 ) με έμφαση εις τις αμυντικές δαπάνες και το οποίο καλύπτει την περίοδο 1990 - 2000. Το πρόβλημα αυτό, όπως τίθεται αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση αριστοποιήσεως υπό περιορισμούς και η λύση του παρέχεται μέσω Αποτόμου Μειώσεως ( Steepest Descent ) και Ευθυγράμμου Ανιχνεύσεως Armijo ( Armijo Line Search ). Ακολούθως, η ποιότης και εγκυρότης των αποτελεσμάτων επανελέγχθη με την χρήση μιας παραλλαγής της μεθόδου Particle Swarm Optimization (PSO) για εύρεση όλων των ολικών ελαχίστων, όπως περιγράφεται εις το Παράρτημα ΙΙ, ενώ εκτενής περιγραφή της μεθόδου παρατίθεται εις την βιβλιογραφία (Parsopoulos and Vrahatis 2001). Οι τρείς βασικές διαπιστώσεις οι οποίες πρέπει να μας απασχολήσουν κατά τον σχολιασμό των αποτελεσμάτων, τα οποία παρατίθενται εις το Παράρτημα Ι της εργασίας αυτής είναι οι εξής:

1. Είναι αξιοσημείωτον ότι ενώ κατ’ έτος και δι’ όλην την υπό εξέταση περίοδο, παρατηρείται ευρεία διακύμανσις της τιμής του αρίστου ποσοστού του ΑΕΠ που πρέπει να διοχετεύεται εις τις αμυντικές δαπάνες, αναλόγως της ακολουθουμένης στρατηγικής από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, η ενδεδειγμένη ή αρίστη τιμή κατά μέσον όρον, είναι εις όλες τις περιπτώσεις ιδιαιτέρως σταθερή, μεταξύ 3,4% και 3,6% του ΑΕΠ. Η διαπίστωσις αυτή επιβεβαιώνει την ανησυχία μας σχετικώς προς την υπερβολικήν επιβάρυνση την οποίαν υφίστανται οι οικονομίες των δύο συμμάχων, δεδομένου, μάλιστα, ότι τα ποσοστά αυτά είναι αρκετά υψηλότερα των αντιστοίχων στα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη και δη μέλη του ΝΑΤΟ, εκτός, βεβαίως, της Τουρκίας.

2. Η μεγίστη επιβάρυνσις την οποίαν αντέχουν οι οικονομίες των δύο συμμάχων σε όρους ποσοστού του ΑΕΠ είναι μεταξύ 6.0% και 6.5% για την Ελλάδα και, ολίγον χαμηλότερη, δηλαδή μεταξύ 5.5% και 6.0% για την Κύπρον. Διαπιστώνεται, δηλαδή από την απλήν επισκόπηση των ιστορικών στοιχείων, ότι σε πολλές περιπτώσεις, οι αμυντικές δαπάνες, έχουν εις το παρελθόν εγγίσει τα όρια αντοχής των οικονομιών της Ελλάδος και της Κύπρου.

3. Το σημαντικώτερον, όμως, συμπέρασμα της εργασίας αυτής θεωρούμε ότι αφορά εις τον ρόλο τον οποίον διαδραματίζει η Τουρκία εις τήν περίπτωση του ανταγωνισμού των εξοπλιστικών προγραμμάτων της εναντίον της Ελλάδος και της Κύπρου. Τα αποτελέσματα της αριστοποιήσεως υπό περιορισμούς καταδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο της Τουρκίας εις τον ανταγωνισμόν αυτόν με δύο τρόπους:

α. ‘Οπως φαίνεται εις τον πίνακα του παραρτήματος, εις την περίπτωση κατά την οποίαν και οι δύο πλευρές κλιμακώνουν τα εξοπλιστικά των προγράμματα, η ελαχίστη, η μεγίστη, αλλά και η αρίστη τιμή του ποσοστού των αμυντικών δαπανών επί του ΑΕΠ για τους δύο συμμάχους είναι ακριβώς οι ίδιες προς αυτές οι οποίες προκύπτουν όταν την τακτική της κλιμακώσεως ακολουθεί αποκλειστικώς η Τουρκία, ενώ οι δύο σύμμαχοι περιστέλλουν τα αμυντικά των προγράμματα. Ομοίως, σε περιβάλλον περιστολής των αμυντικών δαπανών εξ αμφοτέρων των πλευρών, τόσον οι ακρότατες, όσον και η αρίστη τιμή των αμυντικών δαπανών Ελλάδος και Κύπρου, είναι αυτές οι οποίες προκύπτουν εις την περίπτωση κατά την οποίαν η Τουρκία, μονομερώς, θα περιέστειλε τις ιδικές της αμυντικές δαπάνες.

β. Είναι, επίσης, άξιον προσοχής το γεγονός ότι σε περιβάλλον Ελληνοκυπριακής κλιμακώσεως των αμυντικών δαπανών με παράλληλον Τουρκικήν περιστολήν τα προκύπτοντα ποσοστά δαπανών είναι χαμηλότερα αυτών τα οποία αντιπροσωπεύουν Ελληνοκυπριακήν περιστολήν με παράλληλον Τουρκικήν κλιμάκωσιν. Το αποτέλεσμα αυτό καταδεικνύει, κυρίως, την έντασιν της ασκουμένης πιέσεως επί της Ελληνικής οικονομίας από Τουρκικής πλευράς.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ - ΠΡΟΤΑΣΙΣ

Συνεκτίμησις του περιγραφέντος θεωρητικού υποβάθρου, των εμπειρικών αποτελεσμάτων της παρούσης εργασίας, αλλά και των μάλλον πενιχρών αποτελεσμάτων της διαλλακτικής πολιτικής η οποία ακολουθείται από Ελληνικής πλευράς κατά τα τελευταία έτη, οδηγεί εις το εξής συμπέράσμα:

Ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών εις τον οποίον έχουν εμπλακή η Ελλάς και η Κύπρος εναντίον της Τουρκίας επιβάλλει εις τις οικονομίες των δύο συμμάχων δυσβάστακτον επιβάρυνση. Τόσον από θεωρητικής, όσον και από πρακτικής απόψεως, η επιβάρυνσις αυτή αποδεικνύεται, δυστυχώς, αναπόφευκτος, δεδομένου ότι η πρωτοβουλία κινήσεων εις τον ανταγωνισμόν αυτόν ανήκει εις την Τουρκική πλευρά, τις κινήσεις της οποίας η Ελλάς και η Κύπρος υποχρεούνται να ακολουθούν.

Ωστόσο, υπάρχουν εξωγενείς παράγοντες ο ρόλος των οποίων θεωρούμε ότι έχει υποτιμηθή ή ακόμη και αγνοηθή παντελώς. Συγκεκριμένα, η πρόσφατος οικονομική κρίσις η οποία έπληξε την Τουρκία ωδήγησε σε περιστολή του μακροπροθέσμου εξοπλιστικού της προγράμματος κατά περίπου 30%. Δεδομένου ότι, όπως ήδη ανεφέρθη και εις τον πίνακα του θεωρητικού υποβάθρου της εργασίας αυτής, αλλά και έχει αποδειχθή επί πρακτικού επιπέδου εις βάρος της χώρας μας, η θέσις της πλευράς η οποία επιδίδεται σε κλιμάκωση των εξοπλιστικών της προγραμμάτων καθίσταται πλεονεκτική έναντι της αντιπάλου πλευράς, η Ελλάς θα ηδύνατο να εκμεταλλευθή την παρούσα Τουρκικήν αδυναμία. Πράγματι, η Ελλάς θα ηδύνατο να αναλάβη η ιδία την πρωτοβουλία των κινήσεων εις τον ανταγωνισμόν εναντίον της Τουρκίας, ώστε, εκμεταλλευομένη την οικονομική κρίση της γείτονος, να επηρεάση τον συσχετισμό των δυνάμεων υπέρ της Ελληνικής πλευράς. Είναι σημαντικό να τονισθή εις το σημείον αυτό ότι η ανάληψις πρωτοβουλίας δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αύξηση των αμυντικών δαπανών, εφ’ όσον, μάλιστα, έχομε διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αυξήσεως των αμυντικών δαπανών της Ελλάδος και της Κύπρου, παρά το ότι έχουν ήδη προταθή τρόποι εξευρέσεως επί πλέον πόρων, εάν αυτό κριθή αναγκαίον ( Κυριαζής και Σωμάκος, 1999 σελ. 32-33 ). Το μόνο ζητούμενο εις την περίπτωση αυτήν θα ήτο η κατά το δυνατόν πιστή τήρησις του τελευταίου πενταετούς εξοπλιστικού προγράμματος, το οποίον όμως, δυστυχώς περιεκόπη εφέτος κατά περίπου 25%, προσφέροντας, με τον τρόπον αυτόν, περιθώρια περικοπών εις την Τουρκική πλευρά, ώστε να αποφευχθή η οικονομική της εξάντλησις.

--------------------------------

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΡΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΥΠΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ

Αμυντικαί Δαπάναι ως Ποσοστόν του ΑΕΠ

ΕΛΛΑΣ ΚΥΠΡΟΣ

ΕΛΑΧ. ΜΕΓ. ΑΡΙΣΤΟΝ ΕΛΑΧ. ΜΕΓ. ΑΡΙΣΤΟΝ

ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ

ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ 1,9 6,5 3,6 1,8 6,1 3,6

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΕΛΛΗΝΙΚΗ / ΚΥΠΡΙΑΚΗ

ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ 1,5 6,1 3,4 1,4 5,6 3,5

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΕΛΛΗΝΙΚΗ / ΚΥΠΡΙΑΚΗ

ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΩΣΙΣ 1,9 6,5 3,6 1,8 6,1 3,6

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ

ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ 1,5 6,1 3,4 1,4 5,6 3,5

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Ο ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΣ

Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για την επίλυση του προβλήματος είναι μια Interior Penalty Function Method με Steepest Descent και Armijo Line Search. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιήθηκε για την ελαχιστοποίηση της συναρτήσεως

όπου f(x) είναι το άθροισμα των τετραγωνισμένων διαφορών μεταξύ των τιμών των μεταβλητών του προβλήματος και των αντίστοιχων επιθυμητών τους τιμών, gj(x), j=1,2,...,m, είναι οι περιορισμοί του προτεινόμενου μοντέλου και rk είναι μια παράμετρος ποινής (penalty parameter). Εφαρμόζοντας επανειλημμένως μια μέθοδο ελαχιστοποιήσεως χωρίς περιορισμούς στη συνάρτηση Φ(x), για μια φθίνουσα ακολουθία τιμών της παραμέτρου ποινής rk, λαμβάνομε μια ακολουθία λύσεων η οποία συγκλίνει στη λύση του αρχικού προβλήματος (με τους περιορισμούς), διατηρώντας μάλιστα την εφικτότητα των λύσεων σε όλα τα ενδιάμεσα στάδια.

Για τη φάση της ελαχιστοποιήσεως χωρίς περιορισμούς, χρησιμοποιήθηκε μια πολύ γνωστή τεχνική, η Steepest Descent με Armijo Line Search, για εύρεση της λύσεως με ακρίβεια της τάξεως του 10-3 και μέγιστον επιτρεπτόν αριθμόν επαναλήψεων της μεθόδου το 500. Αυτός ο αριθμός επαναλήψεων αποδείχτηκε επαρκής σχεδόν σε όλα τα πειράματα. Στις περιπτώσεις όπου ακόμα και μετά το πέρας των 500 επαναλήψεων δεν είχε εντοπιστεί η βέλτιστη λύση, η μέθοδος εφηρμόζετο από την αρχή σε ένα νέον αρχικό εφικτό σημείο.

Η ποιότης και εγκυρότης των αποτελεσμάτων επανελέγχθη με χρήση μιας παραλλαγής της μεθόδου Particle Swarm Optimization ( PSO ) για εύρεση όλων των ολικών ελαχίστων ( Parsopoulos and Vrahatis 2001 ). Η τεχνική αυτή περιλαμβάνει τον καθορισμό ενός κατωτάτου από το χρήστη. Αν ένα μέλος του σμήνους που χρησιμοποιεί η PSO για την αναζήτηση, έχει συναρτησιακή τιμή μικρότερη από αυτό το κατώτατο, τότε το μέλος αυτό απομονώνεται και εφαρμόζεται είτε η τεχνική Deflation είτε η τεχνική Stretching ( Parsopoulos et al. 2001 ) ώστε να αποτραπεί κίνησις του υπόλοιπου σμήνους προς αυτό. Τέλος, μια τοπική αναζήτησις εις την περιοχή του απομονωμένου μέλους μας δίνει ένα τοπικόν ελάχιστον. Εφαρμοζόμενη η τεχνική αυτή στην Φ(x), απέδωσε διάφορα τοπικά ακρότατα και τη βέλτιστη λύση, η οποία συνεκρίνετο με την αντίστοιχον της μεθόδου Steepest Descent.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Andreou A.S. and G.A. Zombanakis (2000) "Financial Versus Human Resources in the Greek-Turkish Arms Race. A Forecasting Investigation Using Artificial Neural Networks", Defence and Peace Economics, Vol.11, 4, July , p.p. 403 - 426.

Andreou A. S., K. E. Parsopoulos, M. N. Vrahatis G. A. Zombanakis, ( 2001 ) Searching for the Optimal Defence Expenditure: An Answer in the Context of the Greek – Turkish Arms Race, in Pardalos P. and V. Tsitsiringos ( eds. ) Financial Engineering, e-Commerce and Supply Chain, Kluwer A. P.

Antonakis N. (1996), Military Expenditure and Economic Growth in Less Developed Countries, Economia Internazionale 49,(3),p.p.329-346.

Antonakis N. (1997), Military Expenditure and Economic Growth in Greece, Journal of Peace Research 34,(1),p.p.89-100.

Hartley, K. and Sandler, T. (1995) The Economics of Defence. Cambridge University Press, U.K.

Kollias, C. and Makrydakis, S. (1997) Is There A Greek-Turkish Arms Race? Evidence from Cointegration and Causality Tests. Defence and Peace Economics 8, 355-379.

Kollias C. (1994), The Economic Effects of Defence Spending in Greece 1963-1990, Spoudai 44 (3-4), p.p. 114-130.

Kollias, C. (1995), ‘Preliminary Findings on the Economic Effects of Greek Military Expenditure’, Applied Economics Letters, 2,, (1), pp. 16-18.

Kollias C. (1996), The Greek-Turkish Conflict and Greek Military Expenditure 1960-1992, Journal of Peace Research 33 (2), p.p. 217-228.

Kollias, C. (1997) Defence Spending and Growth in Turkey 1954-1993: A Causal Analysis. Defence and Peace Economics 8, 189-204.

Κυριαζής N. , Σωμάκος Λ. ( 1999 ) Ελλάδα – Τουρκία: ‘Αμυνα και Οικονομία

Ozmucur, S. (1996) The Peace Dividend in Turkey, in N.P. Gleditsch, O. Bjerkholt, A. Cappelen, R.P. Smith and J.P. Dunne (eds.) The Peace Dividend. North Holland.

Parsopoulos K.E. , V.P. Plagianakos, G.D. Magoulas, M.N. Vrahatis (2001), "Objective function ``stretching'' to alleviate convergence to local minima'', Nonlinear Analysis, T.M.A., forthcoming.

Parsopoulos K.E., M.N. Vrahatis (2001),, "Modification of the Particle Swarm Optimizer for locating all the global minima", V. Kurkova et al. (eds.), Artificial Neural Nets and Genetic Algorithms, pp. 324-327, Springer-Verlag (Computer Science series), Wien.

Sezgin S. ( 2001 ) An Empirical Analysis of Turkey’s Defence – Growth Relationships With a Multi – Equation Model ( 1954 – 1994 ), Defence and Peace Economics 12, 69 – 86.

Stavrinos, V.G. and Zombanakis, G.A. (1998) The Vicious Cycle of the Foreign Military Debt. European Research Studies 1(1), 5-26.

ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε επίσης

Διαβάστε επίσης