Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Η «ανεξιχνίαστη» ελληνική εγκληματικότητα


Οι αυθαίρετες ερμηνείες για την εγκληματικότητα στη χώρα δεν αποτελούν τυχαίο γεγονός. Οι εγκληματολόγοι κ.κ. Γ. Πανούσης και Β. Καρύδης εξηγούν στο kathimerini.gr τις στερεοτυπικές προσεγγίσεις της ελληνικής κοινωνίας καθώς αδημοσίευτη έρευνα τις επιβεβαιώνει -αποκαλύπτοντας δυσμενή δικαστική μεταχείριση των μεταναστών.

Του Χρήστου Σύλλα
syllas@kathimerini.gr

Η θεαματική και δεύτερη κατά σειρά απόδραση του Βασίλη Παλαιοκώστα από τις φυλακές Κορυδαλλού επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την εγκληματικότητα στη χώρα, τα αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει η Ελληνική Αστυνομία καθώς και τις ευθύνες που φέρει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία για την αδυναμία χάραξης ορθής αντιεγκληματικής πολιτικής.

Η ελληνική κοινωνία, εμποτισμένη από στερεότυπα και μύθους για τον εγκληματία (τον πρωταγωνιστή του εγκλήματος) και τα «εξωγήινα» χαρακτηριστικά του, διαμορφώνει την εικόνα για την εγκληματικότητα συγκυριακά και «με τη διαίσθηση», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει με συνέντευξή του στο kathimerini.gr, o καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Γιάννης Πανούσης.

Όταν οι επίσημες στατιστικές της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχουν τους απαραίτητους ποιοτικούς δείκτες για να ερμηνεύσουν αναλυτικά και αξιόπιστα την οντολογία του φαινομένου, δεν είναι δυνατόν να χαραχθεί μια ανεξάρτητη και σχεδιασμένη αντιεγκληματική πολιτική, συμφωνεί και ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Βασίλης Καρύδης.

Η συμμετοχή των πολιτών στη μελέτη, αξιολόγηση και καταπολέμηση του εγκληματικού φαινομένου φαίνεται να είναι εξαιρετικά αναγκαία τόσο για λόγους αντίληψης και ορθής αξιακής κρίσης των εγκλημάτων και των πρωταγωνιστών τους. Αρκετά συχνά και ιδιαίτερα με το διαμεσολαβητικό ρόλο που επιτελούν τα ΜΜΕ στη σύγχρονη κοινωνία, ο εγκληματίας γίνεται ο «αποδιοπομπαίος τράγος» μιας κοινωνίας που δεν αναγνωρίζει τις παθογένειές της και τις ανακυκλώνει οπουδήποτε και οποτεδήποτε.

Ακόμη και η επαγγελία του σωφρονιστικού συστήματος για επανένταξη των κρατουμένων φαίνεται κενή υπό το φως των τελευταίων γεγονότων. Οι μαρτυρίες των ρεπορτάζ αναφέρονται σε κρατούμενους «δύο ταχυτήτων», γεγονός που αντανακλά τη νοοτροπία της διάκρισης και του αποκλεισμού ακόμη και στις φυλακές.

Όπως χαρακτηριστικά γράφει με άρθρο του στο kathimerini.gr o κ. Άγγελος Τσιγκρής, επιστημονικός συνεργάτης της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για την εξέταση του Σωφρονιστικού Συστήματος, μια μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος θα μπορούσε να στηριχθεί «στην κατάργηση της έννοιας της εξατομίκευσης της μεταχείρισης και όλων των συναφών θεσμών που δημιουργούν διακρίσεις και ανισότητες, ενόψει μιας δήθεν προσαρμογής της ποινής στις ανάγκες βελτίωσης του κρατούμενου».

Η κοινωνία της «μη συμμετοχής», ξέρει…

Η τοποθέτηση του Νέστωρα Κουράκη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, (2006) σύμφωνα με τον οποίον «η Ελλάδα φαίνεται σε διευρωπαϊκό επίπεδο να έχει μιας μέτριας έκτασης βεβαιωμένη εγκληματικότητα», φαίνεται ως μια ορθή απόπειρα οριοθέτησης της εικόνας του εγκλήματος και της αντιστοίχισης της με την κοινωνική πραγματικότητα.

Ωστόσο, η βεβαιωμένη εγκληματικότητα, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, «δεν απεικονίζει την πραγματική εγκληματικότητα» καθώς αρκετά εγκλήματα δεν περιέρχονται στη γνώση των διωκτικών αρχών από τη στιγμή που δεν καταγγέλλονται από τα θύματα. Ο λεγόμενος «σκοτεινός» αριθμός των εγκλημάτων είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και της εμπιστοσύνης που έχουν οι πολίτες απέναντι στην αστυνομία.

Ο χαμηλός βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών στην Ελληνική Αστυνομία και η λογική της «μη καταγγελίας» οφείλεται σε συμπεριφορές γραφειοκρατικές λέει ο Γιάννης Πανούσης και εξηγεί ότι όταν έρχεται η στιγμή να μιλήσουμε για πρόληψη της εγκληματικότητας, κάνουμε πίσω: «Από τα 100 τοπικά συμβούλια πρόληψης εγκληματικότητας που δημιουργήθηκαν με το νόμο 2713/99 λειτούργησε μόνο το ένα. Το εγχείρημα έδειξε ότι δεν λειτούργησε τίποτα καθώς οι ίδιοι που μίλαγαν για λαϊκή συμμετοχή, δεν έκαναν τίποτα».

Την ίδια στιγμή, ο Βασίλης Καρύδης αναφέρεται στον τρόπο που συμπεριφέρθηκε η ελληνική κοινωνία, τόσο σε επίπεδο διωκτικών αρχών όσο και σε επίπεδο δικαστών, στην εισροή μεταναστών στη χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του '90. Χωρίς συμμετοχή στη διαμόρφωση αντίληψης -από πού προέρχονται, ποια ήταν τα βιώματα τους και πως μπορούσαν να ενταχθούν στη χώρα-, πολίτες, κράτος και ΜΜΕ δαιμονοποίησαν τις αλλοδαπές κοινότητες.

Οι προκαταλήψεις του ελληνικού πληθυσμού απέναντι στους μετανάστες φαίνεται ότι είναι βαθιά ριζωμένες στη συγκρότηση της κοινωνίας αφού επιβεβαιώνονται και στο χώρο της δικαιοσύνης. Τα ευρήματα αδημοσίευτης έρευνας που παραχώρησε στο kathimerini.gr, ο Βασίλης Καρύδης είναι αποκαλυπτικά: «Oι δικαστές πιστεύουν ότι οι αλλοδαποί στη χώρα είναι «πάρα πολλοί» και ευθύνονται -τουλάχιστον μερικώς- για την αύξηση της εγκληματικότητας στη χώρα». Ωστόσο, αναφέρεται ότι οι ίδιοι οι δικαστές θεωρούν ότι δεν επηρεάζονται στην κρίση τους κατά τη διάρκεια της απονομής δικαιοσύνης.

www.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε επίσης

Διαβάστε επίσης