ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 33 ΧΡΟΝΙΑ | |
Tου ΝΕΟΚΛΗ ΣΑΡΡΗ
Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης το ερώτημα που κυριαρχούσε επίμονα στους πολιτικούς (με πρώτο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή) ήταν το «πού το πάνε οι Τούρκοι».
Οι επάλληλες μεταβάσεις μου στην Τουρκία το 1976, το 1977 και το 1980, που γίνονταν με γνώση και κατόπιν συνεννόησης με την ελληνική κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα, είχαν ακριβώς ως σκοπό την εύρεση μιας λογικής και όχι υποθετικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα. Η κατάσταση στην Άγκυρα το 1976, δηλαδή δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο, ήταν συγκεχυμένη. Στην κυβέρνηση βρισκόταν ένας συνασπισμός των δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων που παρέπαιαν, ενώ καραδοκούσε να καταλάβει την εξουσία ο «πορθητής της Κύπρου» Ετζεβίτ, τρίτος κατά σειρά ηγέτης του ιστορικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, μετά τον Ατατούρκ και τον Ίνονου.
Oι επαφές μου εκτός από τον ίδιο τον Ετζεβίτ και με πρωτοκλασάτα στελέχη του Ρ.Λ.Κ., με τα οποία με συνέδεε στενή φιλία, δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασαν. Αντίθετα με έβαλαν σε βαθιές σκέψεις. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός ήταν ο Τουράν Γκιουνές, που είχε διατελέσει και υπουργός των Εξωτερικών στην κυβέρνηση συνασπισμού που είχε πραγματοποιήσει την εισβολή. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να κάνω μια μικρή αναδρομή προκειμένου να δώσω το στίγμα της φιλικής ατμόσφαιρας στην οποία διεξήχθησαν οι πολύωρες συζητήσεις (κυρίως στο δικηγορικό-πολιτικό του γραφείο, παρόντος και του Ορχάν Μπιργκίτ, υπουργού Τύπου στην κυβέρνηση που ανέφερα).
Το φθινόπωρο του 1970 κατόπιν συστάσεως των υπηρεσιών του υπουργείου των Εξωτερικών είχα συμμετάσχει στην υπό την ηγεσία του Πέτρου Μολυβιάτη ελληνική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις με την τουρκική πλευρά για τη σύνταξη σειράς συμφωνιών προς επαναχάραξη της ελληνοτουρκικής μεθορίου στον Έβρο σύμφωνα προς τις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης (η κοίτη του ποταμού είχε αλλάξει από το 1926 που είχε γίνει η οριοθέτηση, γεγονός που καθιστούσε αναγκαία την επαναχάραξη). Οι Τούρκοι, σε αντίθεση προς τα διεθνώς κρατούντα, κατά τα οποία οι διεθνείς συνθήκες συντάσσονται σε μια διεθνή γλώσσα και το κάθε συμβαλλόμενο μέρος κυρώνει και δημοσιεύει στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το πρωτότυπο κείμενο με τη μετάφρασή του (με αποτέλεσμα αν υπάρξει διαφωνία κατά την εκτέλεση της συμφωνίας ανατρέχουν στο πρωτότυπο), επέβαλαν τη σύνταξη των συμφωνιών στις δύο γλώσσες, τα ελληνικά και τα τουρκικά... Συνόδευσα δε τον Μολυβιάτη με αυτό το καθήκον, του διερμηνέα και μεταφραστή ταυτόχρονα των κειμένων. Για μένα η συμμετοχή σ' αυτήν την επιτροπή και ιδιαίτερα η μετάβασή μου στην Τουρκία ήταν χρήσιμη. Πρώτον γιατί είχα την ευκαιρία να έχω μια συγκλονιστική συνάντηση με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, του οποίου υπήρξα πολιτικός σύμβουλος. Συγκλονιστική δεδομένου ότι ήταν κλινήρης και πολύ άρρωστος (άλλωστε πέθανε σε λίγους μήνες) και πραγματοποιήθηκε μια Κυριακή πρωί με σχεδόν έρημο το Πατριαρχείο. Τα διαμειφθέντα, που δεν αφορούν άμεσα το θέμα μας, μπορούν να συνοψισθούν σε μία λέξη: η πλήρης απογοήτευση από τη στάση της Τουρκίας (αυτό που αποκαλεί «σταύρωση» ο νυν Πατριάρχης) και των ΗΠΑ, που τον είχαν εγκαταλείψει, αφού βέβαια τον είχαν χρησιμοποιήσει. «Μία μία πέφτουν οι κολώνες, θα πέσει και ο τρούλος», είπε εννοώντας την αριθμητική αποψίλωση του ποιμνίου του. Δεύτερον γιατί σ' αυτήν την περίφημη επιτροπή συνδέθηκα με τους πλωτάρχες που στελέχωσαν και οργάνωσαν το κίνημα του Ναυτικού (δύο φορές, το 1968 και το 1973) ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Και τρίτον γιατί είχα την ευκαιρία να συναντήσω παλαιούς μου πολιτικούς φίλους και συναγωνιστές από την εποχή των φοιτητικών μου αγώνων στην Τουρκία.
Λήγοντος του 1970 η κατάσταση στην Άγκυρα ήταν φριχτή. Συνεχιζόταν το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου του ίδιου χρόνου, όταν οι δεξιοί αξιωματικοί εντελώς συμπτωματικά πρόλαβαν τους «αριστερούς», επιβάλλοντας ένα παράξενο καθεστώς. Διατήρησαν το Κοινοβούλιο (τότε υπήρχε Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία), αλλά του υπαγόρευσαν «συνταγματικές μεταρρυθμίσεις» που ουσιαστικά έθεταν εκποδών το δημοκρατικό Σύνταγμα του 1961 (για το οποίο είχαμε και είχα κι εγώ αγωνιστεί). Κατά τα άλλα τα στρατοδικεία εργάζονταν νυχθημερόν σκορπίζοντας τον θάνατο με τις αγχόνες που έστηναν κάθε τόσο. Στην τότε «κοινοβουλευτική» κυβέρνηση είχε λάβει μέρος και ο φίλος Ισμαήλ Αράρ, τον οποίο και συνάντησα ως υπουργό Δικαιοσύνης (και με τον οποίο προηγουμένως διατηρούσα και αλληλογραφία δεδομένου ότι ήταν μανιώδης βιβλιόφιλος και φιλίστωρ, αμφότεροι δε ήμασταν μέλη της επιτροπής μελέτης και σύνταξης της ιστορίας του Ρ.Λ.Κ. -δηλαδή της κεμαλικής μεταπολίτευσης και όσων ακολούθησαν- τα δύο άλλα μέλη ήταν ο καθηγητής Ταρίκ Ζαφέρ Τούναγια, στον οποίο ήδη έχω αναφερθεί, και ο Νιχάτ Σαμή Όζερντιμ, τέως διευθυντής της Κεντρικής Βιβλιοθήκης στην Άγκυρα. Αυτά όταν ήμουν 20-21 ετών!).
Ο Ορχάν Μπιρκίτ, που συνάντησα, με παρακάλεσε να μείνω κάποια μέρα μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων και την υπογραφή των συμφωνιών (οι οποίες κυρώθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων το 1975) προκειμένου να συναντήσω τον Ετζεβίτ και το επιτελείο του, δηλαδή τους στενούς του συνεργάτες. Γευματίσαμε με τους Ετζεβίτ, Μπιργκίτ, Γκιουνές και Νεντίμ Οκτέμ (ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Παιδείας) στο εστιατόριο της Εθνοσυνέλευσης, ενώ αρκετοί βουλευτές φίλοι ή γνώριμοί μου έρχονταν προς το μέρος μας να με χαιρετήσουν. Στους δαιδαλώδεις διαδρόμους συναντήσαμε τον Ίνονου υποβασταζόμενο από τον Σαντή Κοτσάς (αντιπρόεδρο στην τότε κυβέρνηση), απόστρατο στρατιωτικό και σύνδεσμο των πραξικοπηματιών. Χαιρέτησα τον Ίνονου -και υπήρξε η τελευταία φορά που τον έβλεπα- οπότε ο Μποργκίτ μού είπε στο αυτί δείχνοντας τον συνοδό του: «Αυτός είναι ο δικός μας ο Παττακός!».
Γευματίζοντας και συζητώντας με τον Ετζεβίτ
Στη συζήτηση που επακολούθησε διαπίστωσα ότι παρά το κυνήγι μαγισσών η κατάσταση τουλάχιστον για το Ρ.Λ.Κ. ήταν καλύτερη απ' ό,τι ήταν εκείνη που είχα γνωρίσει επί διακυβέρνησης Μεντερές, περίοδο που κάθε πολιτική κίνηση αστυνομοκρατούνταν. Ο Ετζεβίτ έπλεξε το εγκώμιο της Διδώς Σωτηρίου για τα «Ματωμένα Χώματα» (στην τουρκική μετάφραση του έργου έχει γίνει «παράλειψη» κάποιων σελίδων ή περιγραφών!), ενώ οι παριστάμενοι μεταξύ άλλων εξέφρασαν την απορία, γνωρίζοντας την ιδιοσυστασία μου, πώς δεν είχα ακόμη συλληφθεί από τη χούντα. Η αναφορά αυτή ερμηνεύεται με την παρακάτω διευκρίνισή τους: «Είμαστε έτοιμοι αν σε συλλάμβαναν να ζητήσουμε να σε πάρουμε όπως έκαμε η Γαλλία με τον Θεοδωράκη, η Γερμανία με τον Μαγκάκη και η Αγγλία με τη Λαίδη Φλέμιγκ». Τους κοίταζα με ανοιχτό στόμα ευχαριστώντας τους ευγενικά (μη λέγοντάς τους ότι θα προτιμούσα να μείνω ισόβια μέσα από το να δεχθώ για ευνόητους λόγους την προσφορά τους). Η αναφορά εδώ αυτής της λεπτομέρειας περισσότερο από τη στάση τους έναντι του ατόμου μου ερμηνεύει τη στάση της Τουρκίας έναντι του κόσμου (και κυρίως της Ελλάδας) ως μια μεγάλης δύναμης, στάση η οποία τους έκανε να παρορούν τη δική τους χούντα, κατά πολύ σκληρότερη από τη χούντα των συνταγματαρχών!
Ερώτησα πόθεν προήλθαν οι τροπολογίες στο Σύνταγμα του 1961 και έλαβα την ακόλουθη αποστομωτική απάντηση: «Μας έρχονται πολυγραφημένες από το Επιτελείο και εμείς τις ψηφίζουμε!». Παρατήρησα ότι υπάρχουν εκπληκτικές ομοιότητες μεταξύ των τροπολογιών αυτών και του Συντάγματος του Παπαδόπουλου και συμφωνήσαμε να μου στείλουν τα πρακτικά του Κοινοβουλίου και εγώ το Σύνταγμα της ελληνικής χούντας.
Ύστερα από κάποιους μήνες ο Γκιουνές με τη γυναίκα του ήλθαν στην Αθήνα φιλοξενούμενοι του συμμαθητή του Γκιουνές, που ήταν εμπορικός ακόλουθος στην εδώ πρεσβεία. Μου έφερε τα πρακτικά λέγοντάς μου ότι είχα δίκιο και πως πρότυπο για αμφότερα τα Συντάγματα αλλά και για τον περί Τύπου νόμο ήταν το Σύνταγμα και η νομοθεσία… του Θιέου στο Νότιο Βιετνάμ! Συνεπώς υπήρχε και υπέρτερη συνταγματική αρχή. Επειδή οι ίδιες αντιδημοκρατικές διατάξεις είχαν περιληφθεί στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975, έγραψα τρία άρθρα με το μέχρι τότε ψευδώνυμό μου «Κ. Βοσπορίτης» στην «Αυγή», τα οποία κατά τη συζήτηση έθεσε υπ' όψιν της εθνικής αντιπροσωπείας ο Ηλίας Ηλιού, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει μεταξύ αυτού και του Κ. Καραμανλή ζωηρός διαξιφισμός για το ποιος κρύβεται πίσω απ' αυτό το ψευδώνυμο.
Κάναμε συχνή παρέα με το ζεύγος Γκιουνές όσο αυτό παρεπιδημούσε στην Αθήνα. Παρά λίγο μάλιστα να συναντήσουμε τον Γεώργιο Μαύρο όπως του είχα προτείνει. Φαίνεται πως ρώτησε στην πρεσβεία και αρνήθηκε με τη δικαιολογία ότι θα έμπλεκα εγώ με τη χούντα. Μια νύχτα ύστερα από μια εξαίρετη έξοδο (ο Γκιουνές ήταν άνθρωπος της διασκέδασης και του γλεντιού) μαζευτήκαμε στο σπίτι της ποιήτριας Βενετίας Καπετανάκη στη Φιλοθέη, και ενώ οι γυναίκες συζητούσαν αποσυρθήκαμε οι δύο μας και τα βάλαμε κάτω, «πόσους βουλευτές διαθέτουμε», ποιοι είναι «με μας» για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας κ.λπ., κάνοντας υπολογισμούς με χαρτί και μολύβι. Ο Γκιουνές, αφού είχε τελειώσει η συζήτηση (στην οποία έμαθα ότι δεν θα ψήφιζαν τον Ίνονου όχι μόνο για Πρόεδρο, αλλά αν επέμενε να μη θέλει τον Ετζεβίτ για γενικό γραμματέα του κόμματος και να απειλεί με παραίτηση -όπως έκαμε κατά το παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις- θα δέχονταν την παραίτησή του και θα εξέλεγαν στη θέση του ως Πρόεδρο τον Ετζεβίτ), φαίνεται πως αναλογίστηκε ότι ήμουν Έλληνας και όλα τα συναφή και είπε το περίφημο «ο Σαρρής είναι τούρκος πολιτικός άνδρας», κάτι που δεν παρέλειπε έκτοτε να επαναλαμβάνει στις συνεντεύξεις που έδινε σε έλληνες δημοσιογράφους.
Οι Έλληνες και τι πρέπει να χωνέψουν
Κάτω από αυτήν την προϊστορία λοιπόν συζητήσαμε εφ' όλης της ύλης. Πέραν των όσων επίσημα μου δήλωσε σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία», κατ' ιδίαν μού διευκρίνισε τα ακόλουθα:
Πρώτον: Ναι, το Αιγαίο από την αρχαιότητα είναι ελληνικό ή από πλευράς διεθνούς δικαίου μπορεί να έχει σε κάποια σημεία δίκαιο η Ελλάδα και να μην έχει η Τουρκία. Αυτά είναι λεπτομέρειες που δεν μετράνε. Γιατί η Τουρκία είναι μια τεράστια χώρα και όπως όλα τα κράτη έτσι και οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν ποικίλα συμφέροντα σ' αυτήν, τα οποία δεν είναι επ' ουδενί διατεθειμένες να θυσιάσουν χάριν της Ελλάδος.
Το καλύτερο είναι να «τα βρούμε» οι δυο μας, δίχως τη μεσολάβηση τρίτων. Βεβαίως και τα νησιά διαθέτουν υφαλοκρηπίδα, αλλά δεν θα πρέπει ανάλογη προς την έκταση και τον πληθυσμό της να έχει και η Τουρκία; Η διαφορά άλλωστε δεν είναι νομικής φύσεως (δηλαδή που αφορά το δίκαιο), αλλά πολιτικής (δηλαδή ισχύος και μεγέθους χώρας και πληθυσμού). Σε κάποια χρόνια Ελλάδα και Τουρκία θα είναι μέλη της Ε.Ο.Κ. (μετέπειτα Ε.Ε.), οπότε θα υπάρχει δυνατότητα εγκατάστασης των Τούρκων στα νησιά του Αιγαίου και των Ελλήνων στην Τουρκία (δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού της Ελλάδος και του ακριβώς αντιθέτου της Τουρκίας όπως και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας σε αμφότερες τις χώρες, μπορεί να προδικάσει κανείς προς ποια χώρα θα υπάρξει μεταναστευτικό ρεύμα).
Δεύτερον: Στην Κύπρο η λύση έχει ήδη δοθεί. Θα διαβιώνουν οι μεν στον νότο και οι δε στον βορρά. Αυτό θα συνεχιστεί στο διηνεκές. Είναι πολύ δύσκολη αν όχι ανέφικτη η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Μεγαλόνησο. Γι' αυτό ήταν λάθος από μέρους της ελληνικής πλευράς που στη Γενεύη απέρριψε τις τουρκικές προτάσεις τόσο για διπεριφερειακή, όσο και για πολυπεριφερειακή ομοσπονδία. Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμη η δική μου (κατά τον Γκιουνές και τους υπόλοιπους Τούρκους που ανέφερα) παρουσία εκεί προκειμένου να έπειθα την ελληνική πλευρά για το τελεσίδικο του τουρκικού εγχειρήματος. Έτσι και αλλιώς στο τέλος θα γίνει αποδεκτή η τουρκική λύση, κι αν δεχόταν η ελληνική πλευρά τις τουρκικές προτάσεις θα αποφεύγονταν τόσοι θάνατοι (δηλαδή όσοι δολοφονήθηκαν κατά την επιχείρηση του «Αττίλα» ή τη δεύτερη φάση της εισβολής). Κατά τους Γκιουνές και Μπιργκίτ (αλλά και τον Ετζεβίτ) κατανοούν τη στάση του Καραμανλή, που γνώριζε το μη αναστρέψιμο της κατάστασης, αλλά μόλις είχε αναλάβει τα ηνία της εξουσίας και κινδύνευε να εκτεθεί στα μάτια της ελληνικής κοινής γνώμης. (Δηλαδή κατά την άποψη αυτή οι νεκροί στην Κύπρο είναι τα εξιλαστήρια θύματα της «επανόδου της Δημοκρατίας» στην Ελλάδα, δεδομένου ότι δολοφονήθηκαν όταν ήδη είχε καταρρεύσει η χούντα). Σε ερώτησή μου πώς θα ζουν χωριστά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι στην περίπτωση που μελλοντικά γίνει και η Κύπρος μέλος της Ε.Ο.Κ., έλαβα την ακόλουθη απάντηση: «Θα υπάρξει μια εξαίρεση για την Κύπρο». Είναι εκπληκτικό αλλά αυτό ελέχθη το 1976 και κοντά τρεις δεκαετίες μετά βεβαιώνεται με το επάρατο Σχέδιο Ανάν ή όποιο άλλο ανάλογο σχέδιο.
Τρίτον: Όπως μου έλεγε και ο παριστάμενος στη συζήτηση Μπιργκίτ «οι δικοί μας (εννοώντας τους ψηφοφόρους του Ρ.Λ.Κ.) μας λένε να κλείσουμε τα ζητήματα με την Ελλάδα στη βάση της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στην Κύπρο, αλλά και με έναν συμβιβασμό στο Αιγαίο που θα εξασφαλίζει μια συνεργασία ανάμεσα τις δύο χώρες» (δηλαδή συγκυριαρχία και συνδιαχείριση). Το πρόβλημα είναι πώς θα πεισθεί η ελληνική κοινή γνώμη ώστε να μη φέρει εμπόδια στην πολιτική βούληση που θα κινηθεί προς την εκτεθείσα κατεύθυνση. Σε ερώτησή μου αν αυτό σημαίνει να το «χάψει η ελληνική κοινή γνώμη» (yutmak), έλαβα την ακόλουθη απάντηση συνοδευόμενη από γέλιο: «Ε, όχι και έτσι, απλώς να το χωνέψουν» - hazmetmek).
Παρότι δεν έχει άμεση σχέση με το κυρίως θέμα μας, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω και μια αιφνίδια εκμυστήρευση του Κιαμράν Ινάν, κουρδικής καταγωγής αλλά φανατικού τούρκου διπλωμάτη καριέρας και στη συνέχεια πολιτικού της Δεξιάς και υπουργού, ο οποίος κάποτε είχε θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία του Κόμματος της Δικαιοσύνης ως αντίπαλος του Ντεμιρέλ, που συνοδευόταν από την ελβετίδα γυναίκα του φέρουσα μαντίλα, την οποία συνέστησε ως «ακραιφνή μουσουλμάνα Τουρκάλα». Το πρόσωπο αυτό μου συνέστησε ο καθηγητής Τούναγια, προκειμένου να πάρω μια ιδέα για τις απόψεις και του άλλου μεγάλου κόμματος που βρισκόταν στην εξουσία. Ο Ινάν μιλούσε ακατάσχετα επί ώρα πολλή. Σε μια στιγμή ξεχάστηκε και μου λέγει «φοβάμαι, Σαρρή, φοβάμαι πολύ». Παραξενεύτηκα. «Τι φοβάστε;». Η απάντηση ήταν άμεση: «Θα μας διαλύσουν»! Όταν στη συνέχεια τον ερώτησα «ποιος θα σας διαλύσει;», πίστευα ότι θα μου απαντούσε «οι σοβιετικοί, οι κομμουνιστές» ή κάτι παρόμοιο. Και μου είπε εκείνο το αμίμητο: «Οι Αμερικανοί!», διευκρινίζοντας ότι «γινόμαστε μεγάλη δύναμη».
Όταν τα έλεγε αυτά ο Ινάν, η Σοβιετική Ένωση ήταν ακμαία και δεν είχε ανατεθεί στην Τουρκία από τις ΗΠΑ ο ρόλος του «μεγάλου αδελφού» για μια περιοχή που εκτείνεται από την Αδριατική ως τη δυτική Κίνα. Τον ενοχλούσε ιδιαίτερα το εμπάργκο που είχαν επιβάλει οι Αμερικανοί στην Τουρκία, το οποίο εκλάμβανε ως προοίμιο μιας ελληνικής επιθετικής πολιτικής κατευθυνόμενης από τις ΗΠΑ.
Ο πολύς Νταβούτογλου, που οραματίζεται μια «στρατηγική σε βάθος» για την Τουρκία, που θα την καταστήσει παγκόσμια υπερδύναμη, τότε ήταν στην τελευταία τάξη του Λυκείου αρρένων της Κωνσταντινούπολης και ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου