Ελευθέριος Καραγιάννης, Πρέσβυς ε.τ.
Ο στόχος των Σκοπίων για την υφαρπαγή σημαντικού τμήματος της Ιστορίας και του Πολιτισμού του Ελληνικού έθνους, με την οικειοποίηση του Μακεδονικού Πολιτισμού και Ιστορίας, αποτελεί συνέχιση ενός Σλαβικού στρατηγικού σχεδίου, το οποίο εμπνεύστηκε η Τσαρική Ρωσία στα μέσα του 19ου αιώνα για να αποκτήσει, μεταξύ άλλων ωφελημάτων, εδαφικό στρατηγικό πλεονέκτημα στα Βαλκάνια έναντι της Αυστρο-Ουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως και ασφαλή πρόσβαση στο Αιγαίο ώστε να αποφύγει το πρόβλημα διέλευσης από τα Στενά του Βοσπόρου και να αναπτύξει την πολιτική της όχι μόνον στη Νότια Ευρώπη αλλά και Μέση Ανατολή και Αφρική. Την στρατηγική αυτή ασπάσθηκε ασμένως, στα τέλη του 19ου αιώνα, η Βουλγαρία η οποία θα ήταν και η ωφελούμενη από την υλοποίηση αυτού του σχεδίου με την εδαφική επέκταση της στο Νότο, όπως προέβλεπε η ανεκπλήρωτη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Το σχέδιο αυτό υιοθέτησε και η Σοβιετική Ένωση και με την περίφημη απόφαση του 3ου συνεδρίου της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1924 εζητείτο από όλα τα τότε Κομμουνιστικά Κόμματα να υποστηρίξουν την πραγματοποίηση της απόφασης για “δημιουργία ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης”. Χαρακτηριστικό στοιχείο της διαπάλης μεταξύ των Σλάβων ως προς την απόκτηση ωφελειών από την υλοποίηση αυτού του σχεδίου υφαρπαγής της Μακεδονίας είναι το γεγονός ότι ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας μέχρι το 1934 δεν αναγνώριζε την ύπαρξη ιδίας μακεδονικής εθνότητας, το 1937 με την επικράτηση του, μόλις επιστρέψαντος από την Μόσχα, Τίτο, το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε ακριβώς την αντίθετη απόφαση, βάζοντας έτσι και την Γιουγκοσλαβία στο παιχνίδι διεκδίκησης της Μακεδονίας και των συνακόλουθων ωφελημάτων. Ο Τίτο εντάσσοντας στις Γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες του Ομόσπονδου κράτους που σύστησε τον Αύγουστο του 1944 το πολιτικό κατασκεύασμα της “Δημοκρατικής Ομοσπονδιακής Μακεδονίας” εκμεταλλεύτηκε, μεταξύ άλλων, την τότε ταραγμένη περίοδο λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την δική μας γνωστή κατάσταση, θέτοντας πλέον τον εαυτόν του σε πλεονεκτική θέση έναντι των Βουλγάρων και των Ρώσων στην διεκδίκηση της Μακεδονίας. Μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας από τους Δυτικούς και την αναγνώριση των Δημοκρατιών της σε Κράτη, αντί οι Δημοκρατίες του Δυτικού Κόσμου να ακυρώσουν αυτό το κατασκεύασμα του Ρωσοσλαβικού επεκτατισμού κατά μίας χώρας της οποίας ο πολιτισμός αποτελεί την βάση του δικού τους πολιτισμού, αντίθετα, κάποιες γνωστές χώρες του Δυτικού Κόσμου πρωτοστάτησαν για την ικανοποίηση αυτού του πρωτοφανούς πολιτικού ανοσιουργήματος το οποίο δεν έχει καμία απολύτως δικαιολογητική βάση που να στηρίζει έστω και επ` ελάχιστον, τις διεκδικήσεις των Σλάβων της Νοτίου Γιουγκοσλαβίας. Στην ανάπτυξη του εθνικού αυτού θέματος θα μου επιτρέψετε να αναφέρω τα γεγονότα τα οποία έζησα καθώς και ενδιαφέρουσες παραμέτρους και τις απόψεις και εκτιμήσεις μου. Τα θέματα που θα θίξω αφορούν τις επίσημες διμερείς διαπραγματεύσεις της περιόδου 1990-1993, την πολιτική της Ελληνικής πλευράς και την αδιαλλαξία των Σλάβων των Σκοπίων και τις ενδεχόμενες παραλήψεις μας, την προσπάθεια διαμόρφωσης της Ελληνικής Κοινής Γνώμης από τα ΜΜΕ, την Αμερικανική πολιτική στο Σκοπιανό, την προϊστορία του γεωγραφικού προσδιορισμού, τις σχέσεις των Σκοπίων με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. και την άποψη μου για την λύση του προβλήματος. Ως γενική παρατήρηση θα ήθελα να αναφέρω ότι στο πρόβλημα αυτό, όπως και στα άλλα δύο εθνικά θέματα, το Βοριεοηπειρωτικό και το Κυπριακό-Ελληνοτουρκικά παρουσιάστηκε η ίδια σχεδόν παθογένεια εκ μέρους της χώρας μας, τουτέστιν, έλλειψη στρατηγικής, πολιτικού θάρρους, ρεαλισμού και ειλικρίνειας τόσο μεταξύ των πολιτικών όσο και μεταξύ των πολιτικών και του λαού. Διμερείς επίσημες διαπραγματεύσεις και ανεπίσημη διαμεσολάβηση Κατά την περίοδο 1990-1993 έλαβαν χώρα τρεις διμερείς επίσημες συναντήσεις μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων και μία διαμεσολάβηση του Προέδρου της Σερβίας. Στα μέσα Νοεμβρίου του 1991 ο τότε Πρόεδρος των Σκοπίων απηύθυνε δισέλιδη επιστολή στον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδος “ως ένδειξη καλής θέλησης και ετοιμότητας για έναρξη διαλόγου” και αφού αναφέρει τις τυπικές γενικότητες περί αρχών καλής γειτονίας και της λύσης των προβλημάτων δια μέσου των διαπραγματεύσεων, εκφράζει την πεποίθηση του ότι σε ένα τέτοιο πνεύμα μπορούν να βρεθούν αμοιβαία αποδεκτές λύσεις για μία σειρά ζητημάτων “Ανθρωπιστικού, Περιουσιακονομικού χαρακτήρα καθώς και όσον αφορά το ζήτημα της βίζας και παρόμοια, με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων”. Κλείνοντας την επιστολή του ζητά από τον Έλληνα Πρωθυπουργό να ενημερωθεί για τις απόψεις του για τα ζητήματα αυτά καθώς και για την δυνατότητα ανοίγματος διαλόγου για όλα αυτά και άλλα ζητήματα, προς το συμφέρον της παραπέρα συνεργασίας. Η επιστολή αυτή αποτέλεσε το έναυσμα για την πρώτη επίσημη διμερή συνάντηση μεταξύ των δύο πλευρών. Στις 5 Δεκεμβρίου 1991 μετέβην στα Σκόπια για να συζητήσω με τον Πρόεδρο των Σκοπίων τα διμερή θέματα τα οποία ήσαν: α) εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας β) διεκδίκηση μειονότητος στη χώρα μας και γ) το θέμα του ονόματος. Μετά πολύωρη διαπραγμάτευση η συζήτηση επικεντρώθηκε στο όνομα. Ο Πρόεδρος των Σκοπίων απαντώντας στην επιχειρηματολογία μου ανέφερε ότι ο όρος Μακεδονία έχει για τους κατοίκους του Κράτους του γεωγραφική μόνο έννοια καθ όσον “είναι Σλάβοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τον 7ο μ.Χ. αιώνα και ουδεμία ιστορική ή πολιτιστική συγγένεια έχουν με τους Μακεδόνες”, τονίζοντας ότι “το ιστορικό και πολιτιστικό παρελθόν ανήκει σε σας, αυτό είναι σαφές. Εσείς είσθε οι κληρονόμοι των αρχαίων Μακεδόνων”. Πρόσθεσε δε και το εξής σημαντικό στοιχείο ότι “οι Σλάβοι της περιοχής των Σκοπίων εγκαταστάθηκαν εκεί τον 18ο αιώνα και επειδή διέφεραν από τους εκεί υπάρχοντες Σέρβους και Βουλγάρους έλαβαν το όνομα τμήματος του εδάφους για να μην απορροφηθούν από τους Σέρβους ή τους Βουλγάρους”. ΄Όταν τον ρώτησα “γιατί θα πρέπει ο Ελληνισμός να πληρώσει το τίμημα μίας ενδοσλαβικής διαφοράς” μου απήντησε “δυστυχώς έτσι έχει εξελιχθεί η ιστορία”. Την απάντηση που μου έδωσε ο Πρόεδρος των Σκοπίων την επανέλαβε πολλές φορές ακόμη και ευρισκόμενος στο εξωτερικό, εκτός από την φράση για απορρόφησή τους από τους Σλάβους γείτονες τους, την οποίαν επανέλαβε, εμμέσως πλην σαφώς, μετά από 18 χρόνια, περί τις αρχές του παρελθόντος Οκτωβρίου, ο π. Υπουργός των Σκοπίων Φρτσκόφσκι σε συνέντευξη του στην εκπομπή “Ανιχνεύσεις”. Επισημαίνω ότι η παραδοχή αυτή του Σκοπιανού Προέδρου ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από την Ελληνική πλευρά ως επιχείρημα έναντι των ξένων Κυβερνήσεων και ως απάντηση στις Σκοπιανές αιτιάσεις. Θεωρώ χρήσιμο να προσθέσω το ακόλουθο γεγονός πού συνέβη όταν ήμουν Πρέσβυς στο Πακιστάν (1994-7) καθ΄ όσον θέτει εν αμφιβόλω τις προθέσεις και την ειλικρίνεια των λόγων του Προέδρου των Σκοπίων, δημιουργώντας σοβαρά ερωτηματικά ως προς τους πραγματικούς στόχους τόσον των Σκοπιανών όσον και αυτών που τους στηρίζουν και υποστηρίζουν. Ο Πρόεδρος των Σκοπίων είχε απευθύνει επιστολή στην τότε Πρωθυπουργό του Πακιστάν Μπεναζίρ Μπούτο με την οποίαν ζητούσε την έγκριση όπως επισκεφθεί την χώρα της αρχαιολογική αποστολή των Σκοπίων για να μελετήσει τις ρίζες των προγόνων τους, δηλαδή των απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η Πακιστανή Πρωθυπουργός μετά από συνεννόηση μου με τον αρμόδιο Σύμβουλο της, απήντησε αρνητικά, ενώ η εισήγηση μου προς τους αρμόδιους των Αθηνών όπως αποσταλεί Έλληνας αρχαιολόγος ο οποίος θα μπορούσε να ενταχθεί σε μία από τις εκεί υπάρχουσες Ευρωπαϊκές αρχαιολογικές αποστολές, ώστε να εδραιώσουμε την παρουσία μας στον τομέα αυτό, έμεινε αναπάντητη. Στις 3 Ιανουαρίου 1992 έλαβε χώρα στην Αθήνα συνάντηση τεχνικών αντιπροσωπειών των δύο Υπουργείων Εξωτερικών για συζήτηση των διμερών προβλημάτων. Η συνάντηση αυτή που διήρκεσε 2½ ώρες κατέληξε άδοξα όταν εθίγη το θέμα του ονόματος. Στις Αρχές Μαΐου 1992 πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια η τελευταία διμερής συνάντηση, τρίτη στην σειρά, με τον Πρόεδρο των Σκοπίων. Το αντικείμενο της συνάντησης μας ήταν η έκφραση επιθυμίας του Έλληνα Πρωθυπουργού για ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων υπό την προϋπόθεση ότι θα επιλυθούν οι μεταξύ των δύο πλευρών διαφορές, ιδίως αυτή του ονόματος. Περί το τέλος Μαΐου 1993 ο Πρόεδρος της Σερβίας, ο οποίος είχε συναντηθεί προ ολίγου χρόνου στην Αχρίδα με τον Πρόεδρο των Σκοπίων, ζήτησε να με συναντήσει στο Βελιγράδι. Κατά την συνάντηση μας, μου απεκάλυψε ότι κατά την συνάντηση των δύο Προέδρων στην Αχρίδα διεφάνη προθυμία του Προέδρου των Σκοπίων να αποδεχθεί συμβιβασμό ως προς το όνομα. Μετά από συνεννόηση με την Αθήνα ο Πρόεδρος της Σερβίας τηλεφώνησε στον Πρόεδρο των Σκοπίων και κατά την ημίωρη συνομιλία ο τελευταίος δέχθηκε να τροποποιήσει το Σύνταγμα και να ονομασθεί το Κράτος του “Σλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Συνεφωνήθη δε κείμενο Κοινού Ανακοινωθέντος το οποίο θα εδημοσιοποιείτο ευθύς ως οι συνομιλίες του Προέδρου των Σκοπίων με τα τοπικά κόμματα, του εξασφάλιζαν την απαιτούμενη Κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής. Η πρωτοβουλία αυτή δεν κατέληξε σε αποτέλεσμα καθ΄ όσον δεν επετεύχθη η αναγκαία πλειοψηφία. Κατά το ως άνω διάστημα 1990-1993 υπήρξαν και δύο διεθνείς διαμεσολαβήσεις οι οποίες δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Η πρώτη ήταν του Υπουργού Εξωτερικών της Πορτογαλίας Πινέϊρο το 1992 με την πρόταση για “Νέα Μακεδονία” και η δεύτερη των συμπροέδρων της Διεθνούς Διάσκεψης για την πρώην Γιουγκοσλαβία Βάνς και Όουεν το 1993 με πρόταση για “Νόβα Μακεντόνια”. Η σημερινή διαδικασία μέσω του Ο.Η.Ε. βασίζεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της 7ης Απριλίου 1993 υπ` αριθ. 817 που αφορούσε την ένταξη των Σκοπίων στον Ο.Η.Ε. και αναφέρει “Σημειώνει όμως ότι μία διαφορά έχει προκύψει επί του ονόματος του Κράτους η οποία απαιτείται να λυθεί προς όφελος της διατήρησης ειρηνικών και καλής γειτονίας σχέσεων στην περιοχή”. Στην απόφαση αυτή στηρίχθηκε και η ως άνω πρωτοβουλία των Βανς και Όουεν. Πολιτική Ελληνικής πλευράς στο πρόβλημα. Αδιαλλαξία των Σλάβων των Σκοπίων και ενδεχόμενες παραλείψεις μας Η πολυσυζητημένη φράση γνωστού πολιτικού ότι “κανείς δεν θα θυμάται σε δέκα χρόνια το πρόβλημα του ονόματος” θα είχε μείνει στην ιστορία της χώρας ως μία από τις πλέον εύστοχες που ελέχθησαν ποτέ αν εμπεριείχε δύο ακόμη λέξεις “ποιο είναι” το πρόβλημα του ονόματος. Περισσότερο από μισό αιώνα, η Ελληνική πολιτική και διανόηση εξήντλησαν τις προσπάθειες τους στο να αποδείξουν την κυριότητα των ιστορικών μας τίτλων για την Μακεδονία, που δεν αμφισβητήθηκαν από κανέναν επί αιώνες πλην ορισμένων Σλάβων τις τελευταίες δεκαετίες για τους γνωστούς λόγους, που αφορούν την Τσαρική και Σοβιετική Ρωσία όσο και τις Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και τώρα τους Σλάβους των Σκοπίων. Η πολιτική μας αυτή δεν απέδωσε καρπούς, τουλάχιστον τους αναμενόμενους, διότι, βασικώς, εξισώσαμε την θέση μας με αυτήν των Σλάβων, ενώ μπήκαμε στην λογική των διλημμάτων και της αναζήτησης ονόματος -βάπτισης, όπως την αποκαλώ,- του νέου Κράτους. Η πολιτική αυτή, επί πλέον, οδήγησε σε αποπροσανατολισμό από την ουσία του πραγματικού προβλήματος που είναι η υφαρπαγή από τους Σλάβους των Σκοπίων του Μακεδονικού πολιτισμού και ιστορίας δια της ονομασίας των ως Μακεδόνων. Η ελληνική πλευρά, θα έπρεπε να υποστηρίξει ευθύς εξ αρχής το αυταπόδεικτο, τουτέστιν ότι η Μακεδονία είναι Ελληνική και ο όρος ως εκ τούτου δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί από άλλους, το πώς δε θα αποκληθεί το νέο Κράτος είναι δικό τους θέμα και όχι δικό μας. Την πολιτική αυτή ακολουθήσαμε δυστυχώς μία μόνο φορά. Όταν επρόκειτο να συνέλθει η Σύνοδος Κορυφής της Λισσαβώνας τον Ιούνιο του 1992, ο τότε Πρωθυπουργός ζήτησε να τον συνοδεύσω, μαζί με την υπόλοιπη Αντιπροσωπεία. Στην συζήτηση που είχαμε κατ΄ ιδίαν, του ανέφερα ότι η πολιτική της αναζήτησης από την Ελληνική πλευρά ονόματος για το νέο Κράτος δεν έχει πιθανότητες να γίνει αποδεκτή από τους Κοινοτικούς εταίρους μας. Αυτό όμως που δεν μπορούν να αρνηθούν οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι ότι η Μακεδονία είναι Ελληνική και ως εκ τούτου ουδείς άλλος μπορεί να φέρει το όνομα αυτό. Το πώς δε θα αποκληθεί το νέο Κράτος είναι δική του επιλογή. Την γραπτή αυτή ελληνική πρόταση υιοθέτησαν στην Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβώνας. Τι απέγινε με την απόφαση αυτή της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας; Απολύτως τίποτα. Αντί να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής μας τόσο στο διεθνές επίπεδο όσο και στην διαδικασία διαμεσολάβησης του Ο.Η.Ε., ερίφθη στο καλάθι των αχρήστων. Ουδείς Έλληνας πολιτικός την επικαλέστηκε, ωσάν να επρόκειτο περί κειμένου εθνικής ήττας. Αν την απόφαση αυτή την είχαν πάρει οι Σλάβοι των Σκοπίων θα την είχαν κάνει το Ευαγγέλιο της πολιτικής τους, ενώ εμείς επανήλθαμε στην πολιτική της αναζήτησης ονόματος αποδεκτού και από τις δύο πλευρές. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η αδιαλλαξία των Σλάβων των Σκοπίων προέρχεται μόνο από την υποστήριξη που έχουν από ξένα Κράτη ή μήπως και από δικές μας παραλείψεις ή δείγματα υποχώρησης που τους ενθαρρύνουν στην τήρηση της πολιτικής τους αυτής; Πέραν από το ανωτέρω γεγονός θα επισημάνω, ενδεικτικά και μερικά άλλα γεγονότα. Τον Δεκέμβριο του 1991 ο τότε Υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδος αποδέχθηκε ένα Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που αφορούσε το καθεστώς εισαγωγής προϊόντων καταγωγής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Σλοβενίας και Μακεδονίας, τουτέστιν απεδέχθη όπως τα Σκόπια αναφερθούν ως Μακεδονία παρά την περί του αντιθέτου πολιτική της χώρας μας. Επίσης, ο ίδιος Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών στο πρώτο κείμενο που παρουσίαζε στην διεθνή Κοινότητα τις Ελληνικές θέσεις στο Σκοπιανό και που ετιτλοφορείτο “Υπόμνημα για την Γ/βική Μακεδονία” και είχε συνταχθεί το 1991 στα αγγλικά και επιδοθεί στην Σύνοδο των Υπουργών των Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, τους Σκοπιανούς τους αποκαλούσε Σλαβομακεδόνες. Ωσαύτως, στην Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητος της 16ης Δεκεμβρίου 1991 κατά την οποίαν ελήφθη η απόφαση αναγνώρισης της Σλοβενίας και Κροατίας, ως προς τα Σκόπια ανέφερε ότι “πρέπει να δοθούν συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις από μία Γ/βική Δημοκρατία που θα διασφαλίζουν ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις, δεν θα πραγματοποιεί εχθρικές προπαγανδιστικές ενέργειες, περιλαμβανομένης και της χρήσης μίας ονομασίας που υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις”. Κατά την κρίσιμη αυτή σύνοδο η χώρα μας έχασε ένα τεράστιο πλεονέκτημα, τουτέστιν να ζητήσει από την Ε. Κοινότητα να μην αναγνωρίσουν τα Σκόπια ως Μακεδονία, ανταλλάσσοντας το βέτο που μπορούσε να ασκήσει για τις αναγνωρίσεις που ζητούσαν επιτακτικά, Γερμανοί και Ιταλοί. ΄Ο Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών αρκέστηκε, δυστυχώς, σε μία διατύπωση που ήταν και προάγγελος διαπραγματεύσεων ως προς το όνομα. Εξ άλλου, όταν συνεστήθη από την Ε. Κοινότητα το 1991 η γνωστή Επιτροπή Μπαντεντέρ, η οποία σκοπό είχε να δώσει νομική κάλυψη στις πολιτικές αποφάσεις για την αναγνώριση των Κρατών που θα εδημιουργούντο από την διάλυση της Γ/βίας και εμείς λόγω Σκοπίων είχαμε κάθε λόγο να συμμετάσχουμε, δεν φέραμε αντίρρηση στην σύσταση της μόνο από μέλη Συνταγματικών Δικαστηρίων και μείναμε απέξω από την διεργασία αυτή τόσο σημαντική για την χώρα μας. Αρχές του 1992 η Βουλγαρία αποτέλεσε την πρώτη χώρα που αναγνώρισε τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία αλλά ως Κράτος και όχι ως έθνος, ακολουθώντας την πολιτική που είχε υιοθετήσει το τέλος της δεκαετίας του 1950, ότι η Μακεδονία είναι γεωγραφικός όρος και όχι εθνολογικός. Η Ελληνική πλευρά στην πρώτη αυτή αναγνώριση αντέδρασε με γραπτό και προφορικό διάβημα και με πολιτικές δηλώσεις. Θεώρησα την αντίδραση αυτή ήπια και εισηγήθηκα με τηλεγράφημα μου την ίδια μέρα της αναγνώρισης όπως υποβαθμισθούν αμέσως οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών, σε επίπεδο Επιτετραμμένου για να δοθεί το μήνυμα διεθνώς ότι η χώρα μας θα αντιδράσει σθεναρά σε μελλοντικές παρόμοιες ενέργειες. Η εισήγηση μου δεν έγινε αποδεκτή από τον τότε Υπουργό των Εξωτερικών. Η Ενδιάμεση Συμφωνία η οποία υπεγράφη το 1995, στο άρθρο 7 παρ.3 για την χρήση των Συμβόλων αναφέρει ότι “αν ένα από τα μέρη πιστεύει ότι ένα ή περισσότερα σύμβολα που αποτελούν μέρος της ιστορικής ή πολιτιστικής του κληρονομιάς χρησιμοποιείται από το άλλο μέρος τότε θα του θέσει το θέμα και το άλλο μέρος είτε θα λάβει τις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες ή θα αναφέρει γιατί δεν θεωρεί αναγκαίο να τις λάβει”. Εν ολίγοις τους εκχωρήσαμε με διεθνή συμφωνία την χρήση των εθνικών μας συμβόλων! Επίσης, στην ίδια συμφωνία αρθρ.11 αναλάβαμε την διεθνή δέσμευση να υποστηρίξουμε την ένταξη των Σκοπίων στους Διεθνείς Οργανισμούς στους οποίους και η χώρα μας είναι μέλος, εφ΄ όσον υποβάλουν αίτηση ως ΠΓΔΜ. Κατόπιν τούτου το βέτο που ασκήσαμε στο ΝΑΤΟ και αυτό που ενδεχομένως θα ασκούσαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αν η έκθεση της Επιτροπής ήταν θετική, μας κατέτασσε στους παραβάτες διεθνών συμφωνιών, δίνοντας επιχειρήματα στους αντιπάλους μας. Βάσει του άρθρου αυτού και του αρθρ.21 προσέφυγαν στα μέσα Νοεμβρίου τρέχοντος έτους οι Σκοπιανοί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Επισημαίνω ότι στο άρθρο αυτό δεν προβλέφθηκε κανένας περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στο Δικαστήριο. Τέλος, θεωρώ ότι η σημερινή πολιτική της Ελληνικής πλευράς που αποδέχεται “σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις” είναι επικίνδυνη διότι αφ` ενός εμπεριέχει πολλές δυνατότητες ερμηνείας εις βάρος μας, αφ` ετέρου δεν επιλύει το ουσιαστικό πρόβλημα που είναι το εθνολογικό και όχι το γεωγραφικό. Προσθέτω ότι το 38% του Μακεδονικού εδάφους που περιλαμβάνεται στα σημερινά σύνορα της ΠΓΔΜ αποτελεί το 40% της εδαφικής της επικράτειας. Ωσαύτως είναι μεγάλο σφάλμα η προβολή του επιχειρήματος ότι οι συνομιλίες αφορούν το όνομα και όχι την εθνότητα, υπηκοότητα κ.λπ. Θα έπρεπε η Ελληνική πλευρά να υποστηρίξει ότι τα θέματα αυτά θα επιλυθούν με την επίλυση του ονόματος ως απορρέοντα απ΄ αυτό. Θεωρώ δε ότι ο ισχυρισμός που κατεγράφη σε επίσημη επιστολή του Ελληνικού Κράτους ότι δεν υπάρχει Μακεδονική μειονότητα στη Ελλάδα, είναι αδόκιμος, καθ` όσον Μακεδονική μειονότητα μπορεί να υπάρχει μόνον εκτός Ελλάδος Προσπάθειες Διαμόρφωσης της Ελληνικής Κοινής Γνώμης Παρακολουθώντας την αρθρογραφία και τις τηλεοπτικές εκπομπές των Αθηναϊκών κυρίως ΜΜΕ, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι κοινή επωδός, που λαμβάνει διαστάσεις συνθήματος, είναι ότι δεν απαιτείται εθνολογικός προσδιορισμός του ονόματος, αλλά αρκεί ο γεωγραφικός και πιέζουν για οποιαδήποτε γεωγραφική λύση διαφορετικά, όπως υποστηρίζουν, και αναφέρω χαρακτηριστικές φράσεις που έχουν είτε ειπωθεί από τηλεοράσεως είτε έχουν γραφεί, “θα πληγεί ο ηγεμονικός ρόλος μας στην περιοχή” “θα υπάρχουν δυσάρεστες ψυχολογικές επιπτώσεις στον ελληνικό λαό από την μη λύση” “θα υπάρξουν καταστροφικά αποτελέσματα για την χώρα μας”, “έχουμε φοβικά σύνδρομα” “γίνονται αλλαγές συνόρων και κινδυνεύουμε”, “να δεχθούμε μία ονομασία που δεν θα θίγει την ταυτότητα τους” “θα χάσουμε την οικονομική διείσδυση και θα επωφεληθούν κάποιοι γείτονες” “δεν δεχτήκαμε ή προτείναμε ποτέ κάποιο όνομα”, “αν η Σερβία και η Αλβανία διαμέλιζαν τα Σκόπια εμείς θα παίρναμε ένα κομμάτι”, “είναι καραγκιόζηδες και βλαμμένοι όσοι ασχολούνται με το αν ο Μ. Αλέξανδρος μιλούσε ή όχι ελληνικά” “έχουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού” κ.λπ, κ.λπ. Η άγνοια δεν έχει όρια. Είναι αφελές να νομίζει κανείς ότι αν η χώρα μας αποδεχθεί έναν από τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς του ονόματος, πριν στεγνώσει η μελάνη της συμφωνίας, δεν θα ακούσουμε διεκδικήσεις για την “Κάτω”, “Νότια” “Αρχαία” Μακεδονία. Η απάντηση στα ανωτέρω αυτών που έζησαν κάποιες εξελίξεις είναι ότι όποιο Κράτος, με την θέληση του ή μετά από πιέσεις, εκχωρεί μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού του, δεν έχει μέλλον, και την απόφαση αυτή δεν νομιμοποιείται να την λάβει οιοσδήποτε πολιτικός οιουδήποτε κύρους. Αμερικανική Πολιτική στο Σκοπιανό Θεωρώ χρήσιμη την ιστορική αναδρομή στο θέμα αυτό, για την περίοδο 1990-1993, όχι για να επισημάνω την αρνητική πολιτική που ακολουθούν οι Η.Π.Α. στο εθνικό αυτό πρόβλημα μας, αλλά για να δώσω το υπόβαθρο της απόφασης που ελήφθη το 2004 αμέσως μετά την επανεκλογή του Προέδρου Μπους με την αναγνώριση των Σκοπίων ως Μακεδονία. Η απόφαση αυτή παρουσιάστηκε την εποχή εκείνη ως μη αναμενόμενη, ενώ στην πραγματικότητα υπήρξε μία συνεπής εφαρμογή της Αμερικανικής πολιτικής στο πρόβλημα. Περί το τέλος Ιανουαρίου 1992 ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών κατά την συνάντησή του στην Ουάσιγκτων με τον ΄Ελληνα ομόλογο του ανέφερε ότι “δεν θα σπεύσουν να αναγνωρίσουν τα Σκόπια, όμως το θέμα της ονομασίας δεν τους επηρεάζει”. Στο ίδιο πνεύμα μίλησε και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Στρ/γός Σκόουκροφτ. Τον Μάρτιο 1992 ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών απηύθυνε επιστολή στους 12 Υπουργούς Εξωτερικών της Ευρ. Κοινότητος και ανακοίνωνε την επιθυμία των Η.Π.Α. να συμμετάσχουν στην επικείμενη Υπουργική Σύνοδο της Ευρωπαϊκής Κοινότητος για να συζητήσουν τις εξελίξεις στη Γ/βία. Στην επιστολή περιλαμβανόταν μία παράγραφος για τα Σκόπια με την οποία ζητούσε έμμεσα πλην σαφώς την αναγνώριση τους καθώς και της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Στις 7 Απριλίου 1992 οι Η.Π.Α. αναγνώρισαν τις Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία Ερζεγοβίνη και μετέθεσαν το θέμα της αναγνώρισης των Σκοπίων για ευθετότερο χρόνο. Τον Απρίλιο του 1992, ο Γερμανός Υπ. Εξωτερικών πραγματοποιεί επίσκεψη στην Ελλάδα και σε δήλωσή του υποστηρίζει ότι η λύση για το όνομα πρέπει να είναι αποδεκτή και από την Ελλάδα προσθέτοντας ότι η τελευταία μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη της Γερμανίας. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών και ο Πρόεδρος Μπους του ζήτησαν τηλεφωνικώς διευκρινίσεις ως προς την δήλωση αυτή. Τον Οκτώβριο του 1992 η Μορφωτική Υπηρεσία του Αμερικανικού ΥΠΕΞ στα προγράμματα της για την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη περιλαμβάνει και πρόγραμμα για την “Μακεδονία” αν και δεν είχε αναγνωρισθεί ακόμη από τις Η.Π.Α. Η εξήγηση που δόθηκε στην Πρεσβεία μας στην Ουάσιγκτων ήταν ότι η αναφορά αυτή είχε χαρακτήρα “περιγραφικό και γεωγραφικό”. Τον Νοέμβριο του 1992 ο Αμερικανός τότε Υφυπουργός Εξωτερικών Ιγκλμπέργκερ υπερηφανεύετο ότι αυτός έπεισε τον Γκλιγκόρωφ να υποβάλει αίτημα ένταξης στον Ο.Η.Ε. ως “Μακεδονία” Στις 15 Δεκεμβρίου 1992 κατά επίσκεψη του στην Αθήνα ο Αμερικανός βοηθός Υπ. Εξωτερικών για Ευρωπαϊκά Θέματα ανέφερε ότι “η ώρα της αλήθειας στον Ο.Η.Ε. φθάνει σε 30 μέρες, δεν πείσατε με τα επιχειρήματα σας και 9 από τους 15 του Σ.Α. του Ο.Η.Ε. υποστηρίζουν την ένταξη των Σκοπίων ως “Μακεδονία”. Σχετικά με την πρόσφατη αποκάλυψη από ελληνική εφημερίδα του περιεχομένου τηλεγραφήματος της Πρέσβεως της Αμερικής στα Σκόπια ως προς τις επιθυμίες της τοπικής κυβέρνησης για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης του Σ.Α. του Ο.Η.Ε. υπό τον κ. Νίμιτς, οφείλω να παρατηρήσω ότι ναι μεν η πρωτοβουλία αυτή της Πρέσβεως της Αμερικής εντάσσεται στην διεθνή διπλωματική πρακτική, όπως υποστηρίχθηκε από την Ελληνική πλευρά, αυτό όμως που αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του κλίματος, τουλάχιστον, εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών και του διαπραγματευτή είναι η υιοθέτηση και στήριξη της διαπραγματευτικής πρότασης στις εκφρασθείσες επιθυμίες της μίας πλευράς. Το γεγονός και μόνον αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει σε αίτημα προς τον Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. για αντικατάσταση του διαπραγματευτή. Προϊστορία Γεωγραφικού Προσδιορισμού Το πρώτο κείμενο που παρουσίαζε στην διεθνή κοινότητα τις Ελληνικές θέσεις στο Σκοπιανό “Υπόμνημα για την Γ/βική Μακεδονία” είχε συνταχθεί τον Σεπτέμβριο του 1991 στα Αγγλικά και είχε επιδοθεί από τον τότε Υπουργό των Εξωτερικών στην έκτακτη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητος στη Χάγη. Η επίμαχη παράγραφος ανέφερε: “Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το όνομα της Μακεδονίας είναι μέρος της δικής τους ιστορικής κληρονομιάς και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να προσδιορίζει -ως χαρακτηριστικό εθνότητος- (not in an ethnic sense) ένα άλλο έθνος”. Η διατύπωση αυτή επιδέχεται την ερμηνεία ότι αν η λέξη Μακεδονία χρησιμοποιείται ως γεωγραφικός προσδιορισμός στο όνομα των Σκοπίων τότε η χώρα μας θα ήταν διατεθειμένη να συζητήσει ένα συμβιβασμό. Αρχές Δεκεμβρίου 1991 ελήφθη απόφαση του τότε Υπουργικού Συμβουλίου για τους τρεις όρους που έθετε η Κυβέρνηση για την αναγνώριση των Σκοπίων, ενόψη της Υπουργικής της Ε.Κ. στις 16 Δεκεμβρίου 1991. 1.-αλλαγή ονόματος “Μακεδονία” που έχει γεωγραφική και όχι εθνική υπόσταση. 2.-δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις 3.-δεν υπάρχει μακεδονική Μειονότητα. Σχέσεις Σκοπίων με ΝΑΤΟ Στις 5 Δεκεμβρίου 1992 ο τότε ΥΠΕΞ των Σκοπίων απηύθυνε επιστολή στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ με δύο αιτήματα. Να παρακολουθήσει ως παρατηρητής την Υπουργική Σύνοδο του ΝΑΤΟ και να συναντηθεί με τον Γενικό Γραμματέα. Στην Πολιτική Επιτροπή η χώρα μας αρνήθηκε την συμμετοχή του Σκοπιανού ΥΠΕΞ στην Υπουργική Σύνοδο και παρά την αντίδραση ορισμένων Μον. Αντιπροσώπων δεν παρέστη. Πραγματοποιήθηκε όμως η συνάντηση με τον Γεν. Γραμματέα του ΝΑΤΟ εκτός όμως του κτιρίου της Συμμαχίας. Στις 15 Νοεμβρίου 1995 αρχίζει η επίσημη συνεργασία Σκοπίων και ΝΑΤΟ με την ένταξη των πρώτων στα προγράμματα συνεργασίας της Συμμαχίας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι αποφάσεις για την ένταξη νέων μελών είναι καθαρά πολιτικές και λαμβάνονται με ομοφωνία, προϋποθέτουν δε ότι το υπό ένταξη κράτος έχει επιτελέσει τις πολιτικο-οικονομικές και αμυντικές μεταρρυθμίσεις και εκπληρώνει το κριτήριο του σεβασμού της αρχής των καλών γειτονικών σχέσεων και της περιφερειακής συνεργασίας. Στη σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που έλαβε χώρα στο Βουκουρέστι τον περασμένο Απρίλιο, η θέση της χώρας μας ότι τα Σκόπια δεν δύνανται να ενταχθούν στη Συμμαχία για τον παραπάνω λόγο, έγινε ομόφωνα αποδεκτή στο κείμενο του Κοινού Ανακοινωθέντος και από τις Η.Π.Α. και ως εκ τούτου η απόφαση περί μη ένταξης των Σκοπίων είναι Νατοϊκή και όχι Ελληνική, λόγω βέτο. Τα Σκόπια συνεισφέρουν δυνάμεις στην επιχείρηση του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν με 135 στρατιώτες και παρέχουν διοικητική υποστήριξη στην επιχείρηση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο μέσω του Νατοϊκού Αρχηγείου στα Σκόπια. Σχέσεις Σκοπίων με Ευρωπαϊκή Ένωση Τα Σκόπια χαρακτηρίστηκαν υποψήφιο Κράτος για ένταξη στις 17 Δεκεμβρίου 2005. Μέσα από τα διάφορα προγράμματα συνεργασίας με την Ε.Ε. τα Σκόπια έλαβαν το διάστημα 2000-2006 το ποσόν των 300 εκατ. ευρώ από την Ε.Ε. ενώ για την περίοδο 2007-2011 θα λάβουν 400 εκ. ευρώ. Από τα 37 προγράμματα της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια στα Σκόπια υλοποιούνται τα 16 απ΄ αυτά. (Στο Μαυροβούνιο 7, στη Σερβία 5 και ανά 3 στην Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κοσσυφοπέδιο). Επισημαίνω ότι για την Τουρκία και Κροατία πού ήδη ευρίσκονται στο στάδιο της ενταξιακής διαπραγμάτευσης υλοποιούνται 13 προγράμματα για την Τουρκία και 16 για την Κροατία, όσα δηλαδή και για τα Σκόπια. Τέλος, επισημαίνω ότι, στο Πρόγραμμα Σύμπραξης για την Ένταξη μεταξύ Σκοπίων και Ευρωπαϊκής Ένωσης τα Σκόπια υποχρεούνται να σεβαστούν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και τις προτεραιότητες που καθορίζονται από το πρόγραμμα σύμπραξης. Στις πολιτικές δεσμεύσεις αναφέρεται ρητά ότι τα Σκόπια πρέπει να διατηρούν “σχέσεις καλής γειτονίας, ειδικώς δε να εξεύρουν, μέσω διαπραγματεύσεων, λύση κοινά αποδεκτή ως προς την ονομασία του Κράτους τους.” Στην περίπτωση δε που δεν σέβεται τις δεσμεύσεις αυτές τότε “το Συμβούλιο δύναται να αναστείλει την οικονομική βοήθεια της Ένωσης”. Η χώρα μας έχει ως εκ τούτου την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την πρόβλεψη αυτή για να ανακοπεί η ροή των εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ προς τον κ. Γκρούεφσκι. Πρόταση Αν τα Σκόπια επιμείνουν στην απαράδεκτη πολιτική τους και δεν δεχθούν εθνολογικό προσδιορισμό με τροποποίηση του Συντάγματος τους, όπου θα καταγράφεται ότι ουδεμία ιστορική ή πολιτιστική συγγένεια έχουν με τους Μακεδόνες τότε δεν πρέπει να υπάρξει λύση καθ` όσον οι Σλάβοι των Σκοπίων έστω και αν αναγνωρισθούν ως “Μακεδόνες” από όλες τις χώρες ή μόνη αναγνώριση που θα νομιμοποιήσει την πολιτική της κλοπής και οικειοποίησης τμήματος του Ελληνικού Πολιτισμού είναι η δική μας. Σχετικά με την διεξαγωγή ή μη Δημοψηφίσματος στη χώρα μας, επισημαίνω ότι ο θεσμός αυτός αποτελεί αφ΄ ενός ύψιστο αγαθό της Δημοκρατίας, αφ` ετέρου ένα πολύ σημαντικό διπλωματικό διαπραγματευτικό επιχείρημα. Αμφότερα έχουν αφαιρεθεί από το οπλοστάσιο της Ελληνικής πλευράς. Τέλος, για να επιτευχθεί η αρμόζουσα λύση, θα πρέπει να υπάρξει αφύπνιση της Ελληνικής Κοινής γνώμης.Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου