Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Χειρισμός Κρίσεων - Πολιτική πλευρά χειρισμού


Στρατηγού ε.α. Δ. Σκαρβέλη
Επιτίμου Α/ΓΕΕΘΑ - Ακαδημαϊκού

Πόλεμοι με εμπλοκή της Χώρας μας ίσως να μη γίνουν στο ορατό μέλλον, εντάσεις όμως στις σχέσεις μας με άλλα κράτη και «κρίσεις», με τα σημερινά δεδομένα, πρέπει να αναμένεται ότι θα συμβούν.
Δεν πιστεύω ότι κρίσεις θα συμβούν με πρωτοβουλία της Χώρας μας, τουναντίον αυτή θα υποστεί τέτοιες, όπως συνέβη κατ΄επανάληψιν στο παρελθόν και πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένη και εξοπλισμένη επί του θέματος.
Αυτό που έχει σημασία και πρέπει να επισημανθεί εδώ, είναι ότι τα κράτη δεν κερδίζουν ή χάνουν μόνο στους πολέμους, αλλά και στις «κρίσεις». Κερδίζουν, αν όχι σε κατακτήσεις, τουλάχιστον σε γόητρο, σε εθνική αξιοπρέπεια, σε επιρροή επί του αντιπάλου, διατηρώντας τα κεκτημένα. Αντίστοιχα δε, χάνουν σε εθνικό γόητρο και αξιοπρέπεια, αλλά και αποψιλώνονται από κυριαρχικά δικαιώματα και ελευθερία κινήσεων και δράσεως, ίσως μάλιστα να κινδυνεύουν να περιέλθουν και σε ένα είδος ομηρίας.

Οι κρίσεις κατά την άποψή μου εκδηλώνονται πολύπλευρα. Δεν είναι μονοδιάστατες. Έχουν την πολιτική πλευρά τους, τη στρατιωτική πλευρά τους, αλλά και τη διεθνή, μια και βρισκόμεθα πλέον σε ένα κόσμο αλληλεξάρτησης και είμεθα μέλος διεθνών οργανισμών και συμμαχιών.
Θα ασχοληθώ συνοπτικά με την πολιτική πλευρά του πράγματος, καίτοι δεν είμαι πολιτικός, ούτε έχω σχέση με την πολιτική. Αυτή την πλευρά του θέματός μας θα αναπτύξω και αυτό επέλεξα να το κάνω - για λόγους μεθοδολογίας - κάτω από ορισμένες επικεφαλίδες. Αυτές είναι :
* Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας.
* Προσδιορισμός Πολιτικού Στόχου/Σκοπού.
* Όρια Πολιτικής Βούλησης.
* Στρατιωτική Διπλωματία.
* Συντονισμός Συναρμοδίων Φορέων.
* Χειρισμός ΜΜΕ.
Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας
Αρχίζουμε με την Εξωτερική Πολιτική και την Ασφάλεια, διότι διαδραματίζουν σημαντικό - ίσως το σημαντικότερο - ρόλο σε μία κατάσταση κρίσης. Οι κρίσεις δεν συμβαίνουν μέσα σε κενό διακρατικών σχέσεων και σε απουσία εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (γνωρίζω ότι δεν υπάρχει διατυπωμένη πολιτική ασφαλείας, αλλά δεν μπορεί να μη γίνεται αναφορά σ΄αυτήν). Όταν συμβεί μία κρίση, αυτή εξελίσσεται μέσα σε ένα πλέγμα υφισταμένων ήδη σχέσεων με το κράτος-δημιουργό της κρίσης, καλών ή κακών και ακόμα μέσα σε ένα πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής, δρώσης πολιτικής, που έχει επιδιώξεις και στόχους. Αυτά τα δύο πράγματα, μαζί με τα ην όποια πολιτική εθνικής ασφαλείας, δηλαδή διακρατικές σχέσεις, εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, όχι μόνο δεν γίνεται να αγνοηθούν, αλλά πρέπει κατά κύριον λόγο να λαμβάνονται υπόψη, διότι είναι πολύ φυσικό να επηρεάζουν τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές σε μία κρίση.
Οι σχέσεις μας π.χ. με την Τουρκία (και αναφέρομαι σ΄αυτήν, διότι είναι ο πλέον πιθανός δημιουργός κρίσης) είναι γνωστές, είναι αυτές που είναι, (και δεν είναι του παρόντος να τις αναλύσουμε). Ας σημειώσουμε λοιπόν ότι, κάποιες συμπεριφορές της στο παρελθόν δεν αντιμετωπίσθηκαν ως κρίσεις, π.χ. οι παραβιάσεις-παραβάσεις του εθνικού εναερίου χώρου μας, με αποτέλεσμα σήμερα να συνιστούν εμπεδωμένο, ίσως μη αναστρέψιμο καθεστώς σχέσεων. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με την εξωτερική πολιτική και την εθνική ασφάλεια που ανέφερα, που ασφαλώς έχουν θέσει σαν στόχο τη διασφάλιση της «εθνικής κυριαρχίας», δηλαδή το απαραβίαστο της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό είναι διατυπωμένο και στην ΠΕΑ, δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Άρα δεν εφαρμόζουμε την ΠΕΑ και κατά συνέπεια λογικόν είναι να υποθέσει κάποιος, ότι και οι θεωρίες και τα δόγματα περί «άμεσης ανταπόδοσης» και περί «ισοδύναμου τετελεσμένου» είναι φαλκιδευμένα και απαξιωμένα, εν πάση περιπτώσει μη εφαρμοστέα.
Γιατί τα αναφέρω αυτά; Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα. Φοβούμαι - και αυτό θέλω να επισημάνω - ότι υπάρχει μία ασυνέπεια μεταξύ στόχων και επιταγών της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφαλείας από τη μία πλευρά και της πράξης από την άλλη. Βέβαια η ασυνέπεια αυτή είναι ηθελημένη, δεν χωρεί αμφιβολία. Όμως αυτό δημιουργεί σύγχυση ως προς το τι είναι «κρίση».
Υπάρχει λοιπόν ανάγκη -νομίζω εγώ - ενός σαφούς προσδιορισμού του τι συνιστά μία κρίση, μέσα στα δεδομένα της εξωτερικής μας πολιτικής και αυτής της εθνικής ασφαλείας. Δεν γνωρίζω και δεν μπόρεσα να βρω, αν κάπου (σε επίσημα υπηρεσιακά κείμενα) είναι διατυπωμένος ένας ορισμός της κρίσης. Πολύ πρόχειρα θα μπορούσα να πω ότι, κάθε εκτροπή από τη συνήθη κατάσταση διακρατικών σχέσεων, που έρχεται αντιμέτωπη με τις επιδιώξεις και τους στόχους της πολιτικής μας, εξωτερικής και εθνικής ασφαλείας, συνιστά «κρίσιν». Είμεθα λοιπόν ελλειμματικοί ως προς την συνέπεια λόγων και πράξεως. Αυτή είναι μία διαπίστωση και απαιτείται - νομίζω - σ΄αυτό το ζήτημα διορθωτική κίνηση, που να αποκαθιστά τη συνέπεια.
Προσδιορισμός Πολιτικού Στόχου/Σκοπού
Ας προχωρήσουμε τώρα στον προσδιορισμό του ή των πολιτικών στόχων σε μία κρίση. Αν αφαιρέσουμε το «τυχαίον», κάθε δημιουργούμενη κρίση υπηρετεί κάποιο στόχο του δημιουργού της. Με άλλα λόγια η κρίση δεν δημιουργείται άσκοπα. Π.χ. η κρίση των Ιμίων απεκάλυψε τις διεκδικήσεις των Τούρκων στις αποκληθείσες «γκρίζες ζώνες». Παλαιότερες κρίσεις είχαν στόχο την απαγόρευση ερευνών για πετρέλαιο σε κάποιες περιοχές του Αιγαίου. Στόχος μπορεί να είναι απλά και η σφυγμομέτρηση της ετοιμότητας της άλλης πλευράς ή και η καταγραφή της έκτασης των ορίων της θέλησής της για αντίδραση.
Είναι σημαντικό να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε τον ή τους στόχους μιας κρίσης, ώστε να αντιδράσουμε κατάλληλα, αποτελεσματικά.
Επίσης, σε μία κρίση, έστω και αν μας επιβληθεί (δηλ. μία κρίση που δεν την προκαλέσαμε εμείς) πρέπει να θέσουμε στόχο ή στόχους. Π.χ. η επάνοδο στην προτέρα κατάσταση, στο «status quo ante», μπορεί να είναι ένας στόχος, φυσικά αρκεί αυτό να γίνει χωρίς παραχώρηση από μέρους μας, χωρίς έκπτωση σε κυριαρχικά ή άλλα δικαιώματά μας. Ακόμα η ελεγχόμενη «κλιμάκωση» μιας κρίσης από μέρους μας, μπορεί να είναι ένας στόχος, προκειμένου να αποκαλυφθούν αδυναμίες της άλλης πλευράς. Το αναφέρω, καίτοι δεν έχω διαπιστώσει ποτέ διάθεση από μέρους μας για κάτι τέτοιο. Εμείς κλίνουμε πάντα προς την «αποκλιμάκωση» και αυτό βέβαια δεν είναι κακό, αρκεί να το κάνουμε χωρίς ζημία στα εθνικά συμφέροντά μας (ακόμα και ζημία εθνικού γοήτρου). Προφανώς η αμυντική μας πολιτική, το αποτρεπτικό δόγμα μας, μας υπαγορεύουν αμυντική στάση και στο χειρισμό των κρίσεων. Μοιραίως οδηγούμεθα εξ αρχής σε αμυντικό στόχο, κύρια σε αυτόν της «αποκλιμάκωσης», όχι με βήμα σημειωτόν τουλάχιστον, αλλά ενίοτε με βήματα προς τα πίσω. Ενώ μία πιο επιθετική πολιτική θα μας οδηγούσε σε διαφορετικές συμπεριφορές και ενέργειες σε μία κρίση, με επωφελέστερα ίσως αποτελέσματα.
Όρια Πολιτικής Βούλησης
Ως προς τα όρια τώρα της πολιτικής βούλησης, έχουμε να πούμε ότι, ο επιτυχής χειρισμός - κατά τη γνώμη μου - μιας κρίσης που μας έχει επιβληθεί, προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτικής βούλησης, ακόμα και για την ακραία περίπτωση να οδηγηθούμε σε πολεμική σύγκρουση. Όπως και στην περίπτωση μιας αξιόπιστης «αποτροπής», η οποία πρέπει να περνά το μήνυμα στην άλλη πλευρά ότι, δεν θα διστάσουμε να πάμε και σε πόλεμο, προκειμένου να υπερασπισθούμε την κυριαρχία μας και τα δικαιώματά μας, έτσι και κατά τον χειρισμό μιας κρίσης. Διαφορετικά χειριζόμεθα την κρίση από θέσεως αδυναμίας. Δίνουμε την εντύπωση ότι είμεθα πιέσιμοι και βοηθούμε την άλλη πλευρά να επιτύχει τους στόχους της. Οριοθέτηση λοιπόν εκ των προτέρων της πολιτικής βούλησης.
Πρέπει να επισημάνουμε σ΄αυτό το σημείο μία λανθασμένη άποψη, αυτή που δεν βρίσκει λογικό ένα πόλεμο για χάρη μιας βραχονησίδας. Θα μου πείτε, υπάρχεικαι τέτοια άποψη; Βέβαια και υπάρχει. Εδώ κρύβεται η παγίδα του τι μπορεί να αποτελεί αιτία πολέμου. Π.χ. η Χίος, σαν μεγάλη νήσος που είναι, ναι, τα μικρά και ακατοίκητα Ίμια, όχι. Με αυτή τη λογική χειριζόμεθα την κρίση με τη διαδικασία των εκπτώσεων σε εθνικά ζητήματα. Προκειμένου όμως για εθνικά ζητήματα, είναι ανεπίτρεπτο να γίνεται κάποιου διαβάθμιση, διότι δεν υπάρχουν τέτοια μικρής ή μεγάλης σημασίας. Όλα είναι υψίστης σημασίας για το μέλλον του τόπου.
Επομένως προς χάριν της αποτελεσματικότητας του χειρισμού μιας κρίσης, η πολιτική βούληση πρέπει να εκφράζεται - μάλιστα να είναι εξ αρχής διατυπωμένη - μέχρι του εσχάτου ορίου του πολέμου, αν αυτός καταστεί αναγκαίος για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων. Βέβαια η τελική απόφαση του πολέμου ανήκει πάντα στην πολιτική ηγεσία του τόπου.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα τη σοβαρότητα του πράγματος, ας σκεφθούμε αντίστροφα, ότι δηλ. χειριζόμεθα μία κρίση με δεδομένο πως πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγουμε την πολεμική αναμέτρηση. Σε μια τέτοια περίπτωση ο χειρισμός μας είναι αποδυναμωμένος. Η αποφυγή της σύρραξης καθίσταται ο κύριος στόχος μας, με φυσικό επακόλουθο να οδηγούμεθα σε συμβιβαστικές και γιατί όχι, υποχωρητικές κινήσεις.
Στρατιωτική Διπλωματία
Συνεχίζουμε με τη στρατιωτική διπλωματία. Ο χειρισμός μιας κρίσης είναι πολιτικο-στρατιωτική υπόθεση. Με την έκφραση «στρατιωτική διπλωματία», νοείται η χρήση και στρατιωτικών μέσων, παράλληλα με τα διπλωματικά, για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Η διπλωματική χρήση των στρατιωτικών μέσων κυρίως εξαντλείται στη στρατιωτική επίδειξη, την προβολή στρατιωτικής ισχύος, την παρουσία σε επίκαιρα σημεία στο χώρο, και ακόμα - αν θέλετε - στον εκφοβισμό της άλλης πλευράς. Έμεινε γνωστή στη διπλωματική ιστορία ως η... «πολιτική της κανονιοφόρου». Είναι ασφαλώς μία επίδειξη.. «ισχύος» και ακόμα μία εμφανής ετοιμότητα χρησιμοποίησής της. Για να την εφαρμόσεις πρέπει όντως να είσαι ισχυρός, διαφορετικά θα είναι αναποτελεσματική ενέργεια, ίσως αποδειχθεί και «μπούμεραγκ».
Ενθυμούμαι ότι, το 1991 ή το 1992, ύστερα από κάποιες προκλήσεις των Αλβανών εις βάρος του Βορειοηπειρωτικού στοιχείου, παράλληλα με τις διπλωματικές ενέργειες εκινήσαμε μονάδες της Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας του Λιτοχώρου εγγύς των ελληνοαλβανικών συνόρων, στην Ήπειρο και αμέσως έπεσαν οι αλβανικοί τόνοι.
Σε μία περίπτωση κρίσης, η στρατιωτική διπλωματία έχει λόγον, αρκεί να σταθμίσει κανείς πολύ καλά την κατάσταση και να ενεργήσει με σύνεση, διότι καθόλου απίθανο να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη κλιμάκωση και σε περισσότερη ένταση. Φρονώ ότι είναι μία μέθοδος που πρέπει να τύχει περισσότερης μελέτης. Το γε νυν έχον, από όσα παρακολουθώ, από πουθενά δεν διαφαίνεται όρεξη για τόσο αιρετικές ενέργειες. Δεν με πτοεί όμως, ότι γίνομαι και εγώ αιρετικός.
Συντονισμός Συναρμοδίων Φορέων
Φοβούμαι ότι ο συντονισμός αυτός είναι μία καθόλου εύκολη υπόθεση για τη δική μας πραγματικότητα. Ο Επίτιμος Α/ΓΕΕΘΑ Πτέραρχος Κουρής, Υφυπουργός Αμύνης κατά την κρίση των Ιμίων, γράφει στο βιβλίο του «ΕΛΛΑΔΑ-ΤΟΥΡΚΙΑ, ο Πεντηκονταετής Πόλεμος» για την κρίση εκείνη, ότι.. «Αποτέλεσμα του ελλειμματικού αυτού κεντρικού συντονισμού ήταν να γίνονται διαβουλεύσεις με την αμερικανική κυβέρνηση σε τρία διαφορετικά επίπεδα, Αρσένη με την ηγεσία του αμερικανικού Πενταγώνου, Πάγκαλου με Χόλμπρουκ και Σημίτη με Κλίντον, οι άλλοι όμως ήταν σίγουρα συντονισμένοι και είχαν γραμμή και στόχους», υπονοώντας έτσι ότι οι δικοί μας ήσαν ασυντόνιστοι.
Εφ΄όσον ο χειρισμός μιας κρίσης και το έχουμε ήδη επισημάνει αυτό, είναι από τη φύση του μία πολιτικοστρατιωτική διαδικασία, ο απόλυτος συντονισμός μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής πλευράς είναι εκ των ων ουκ άνευ. Επειδή δε ο χειρισμός δεν είναι επιστήμη, αλλά περισσότερο μία τεχνική, που βέβαια χρησιμοποιεί τη γνώση, τη λογική και τα μέσα, πρέπει να βρούμε την τεχνική εκείνη που θα αποδώσει τον μέγιστο συντονισμό των συναρμόδιων φορέων. Αυτό θα επιτευχθεί - κατά τη γνώμη μου - μέσα από μία μόνιμη από τούδε συνεργασία, από την ύπαρξη σαφώς καταγεγραμμένων διαδικασιών, από μία κοινή υποδομή εγκαταστάσεων και μέσων, από μία συνεκπαίδευση πάνω σε λογικοφανή σενάρια. Κάποια από αυτά τα πράγματα υπάρχουν, αλλά, όταν ήλθε η ώρα - αναφέρομαι στα Ίμια - δεν εχρησιμοποιήθησαν. Π.χ. ο Πρωθυπουργός δεν προσήλθε στο ΕΘΚΕΠΙΧ, για να μη δώσει στην άλλη πλευρά το μήνυμα της κλιμάκωσης. Ενεργώντας βέβαια έτσι, τους έδωσε άλλο μήνυμα. Σκεφθείτε το, διότι τελικά φθάσαμε στο γνωστό «no flags, no ships, no troops» - παρακαλώ - για ελληνικό έδαφος, από τμήμα της ελληνικής επικράτειας.
Θίγοντας τη συνεκπαίδευση που προανέφερα, ξέρω ότι θίγω μία λεπτή πτυχή, που αφορά τους πολιτικούς μας, οι οποίοι δεν γνωρίζουν αρκετά καλά το αντικείμενο χειρισμού κρίσεων και βέβαια δεν τους κατηγορώ γι΄αυτό, αλλά πρέπει - νομίζω -κάποτε να το μάθουν, μέσα από τη συνεκπαίδευση που ανέφερα και ακόμα νομίζω, ότι μέρος ευθύνης γι΄αυτό πέφτει και στους ώμους της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου..Διαφορετικά θα υπάρχει ερασιτεχνισμός στο χειρισμό μιας κρίσης.
Η συνεκπαίδευση των δύο πλευρών, στρατιωτικής και πολιτικής, πάνω σε λογικοφανή σενάρια, δεν είναι άσκοπη απώλεια χρόνου. Μπορεί να αποδειχθεί λίαν επωφελής.
Χειρισμός ΜΜΕ
Όσο δύσκολος είναι ο χειρισμός μιας κρίσης, άλλο τόσο δύσκολο είναι να χειρισθεί κανείς επιτυχώς και τα ΜΜΕ στη διάρκεια μιας κρίσης, μέσα στη γνωστή ελληνική πραγματικότητα λειτουργίας αυτών των μέσων. Το βάρος βέβαια πέφτει στην πολιτική πλευρά, αφού αυτή διαθέτει ακόμα και υπουργό με αρμοδιότητες σε θέματα επικοινωνίας της κυβέρνησης και εκπρόσωπο τύπου.
Το κοινό, ο κόσμος, στη διάρκεια μιας κρίσης, είναι φυσικό να διψά για πληροφόρηση. Πρέπει να του δοθεί σωστή και υπεύθυνη πληροφόρηση, η οποία να υπηρετεί τους εθνικούς στόχους (μιλήσαμε προηγουμένως για στόχους). Άλλως, αν ο λαός αφεθεί έρμαιο της παραπληροφόρησης, αυτό θα έχει επιπτώσεις στο φρόνημά του, στο ηθικό του και σε τελευταία ανάλυση στη συμπεριφορά του. Πρέπει να υπάρχει μία και μόνο, επίσημη φωνή πληροφόρησης και αυτά που θα λέγει αυτή η φωνή, να είναι στη συνεισφορά του Υπουργείου Αμύνης.
Παράλληλα να κληθούν, λόγω σοβαρότητας της κατάστασης, όλοι οι υπάρχοντες μηχανισμοί και τα όργανα (και υπάρχουν τέτοια), ώστε να λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση διαφύλαξης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και κατά περίπτωσιν του «απορρήτου».
Είναι γνωστό ότι ο χειρισμός των ΜΜΕ σε μία κρίση θα είναι δύσκολος. Εκτιμώ όμως ότι, αναγνωρίζεται από όλους ο σοβαρός ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν και για τούτο το θέμα δεν πρέπει να αφεθεί στην τύχη του. Επιβάλλεται η ενδελεχής εξέτασή του από τούδε, από αρμοδίους και γνώστες του τρόπου λειτουργίας των ΜΜΕ, ώστε επ΄αυτού να προετοιμασθεί κάτι, για την ώρα που όλοι απευχόμεθα.
Εδώ τελειώνει η εισήγηση αυτή. Τα λεχθέντα αποτελούν γενικές απόψεις πάνω σε μία πλευρά, την πολιτική πλευρά του θέματός μας. Οπωσδήποτε δεν είναι θέσφατα και βέβαια επιδέχονται συζήτηση και σχολιασμό, προκειμένου να διαμορφωθούν στέρεες και ολοκληρωμένες θέσεις, σε ένα θέμα σοβαρό και εθνικά κρίσιμο και δυστυχώς ένα θέμα, που κατά τα φαινόμενα έχει μέλλον.
Επιθυμώ να κλείσω την εισήγηση με μία επιγραμματική ανακεφαλαίωση, για να ξαναθυμηθούμε τα λεχθέντα.
Πρώτον: Κατά το χειρισμό μιας κρίσης προέχει η διασφάλιση των στόχων και επιταγών της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής εθνικής ασφαλείας. Συνέπεια έργων και λόγων.
Δεύτερον: Η διερεύνηση των στόχων του δημιουργού της κρίσης (που αποσκοπεί) και αντίστοιχα ο καθορισμός στόχων από μέρους μας, δίνει περιεχόμενο στη διαδικασία χειρισμού και τον καθιστά δραστικότερο (τον όλο χειρισμό) και αποτελεσματικότερον.
Τρίτον: Κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη εκπεφρασμένης πολιτικής βούλησης και για το έσχατον του πολέμου, κατά το χειρισμό μιας κρίσης, άλλως αυτός γίνεται από θέσεως αδυναμίας και όχι ισχύος, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τέταρτον: Η στρατιωτική διπλωματία δεν είναι αμελητέος παράγοντας. Μπορεί να συμβάλει θετικά και καλόν είναι να μελετηθεί καλύτερα η χρήση της και όχι να παραμένει στα αζήτητα.
Πέμπτον: Ο συντονισμός των αρμοδίων φορέων, που κρίνεται εκ των ων ουκ άνευ, για το χειρισμό μιας κρίσης, προϋποθέτει τη συνεκπαίδευση στρατιωτικών και πολιτικών επί του αντικειμένου, με προσομοιώσεις και σενάρια που πλησιάζουν την πραγματικότητα. Άλλως θα δημιουργηθεί σύγχυση κατά την εξέλιξη της κρίσης.
Έκτον: Ο χειρισμός των ΜΜΕ σε μία κρίση, να μη αφεθεί στην καλή τους διάθεση ή στην τύχη, αλλά να προετοιμασθεί καταλλήλως το έδαφος από τούδε. Να μη φθάσουμε στο καθόλου απίθανο, να χειρίζονται αυτά (τα ΜΜΕ) την κρίση, αντί εμείς.
Και τελειώνω την εισήγησή μου, με κάποιες σκέψεις που τις θεωρώ υποβοηθητικές και για τούτο θα ήθελα να ακουσθούν.
* Με τον τρόπου που λειτουργούμε σε πολιτικό κυρίως επίπεδο, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος, μία κρίση κατά το χειρισμό της, να γίνει πεδίον εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν επεκτείνομε καίτοι δεν το θεωρώ απίθανο. Απλώς το αναφέρω και ο καθένας ας το σκεφθεί.
* Μία δεύτερη σκέψη είναι, ότι, προϋπόθεση ενός επιτυχούς χειρισμού μιας κρίσης, πρέπει να θεωρείται η ύπαρξη μιας σχετικής ισορροπίας ισχύος. Διαφορετικά, η δυναμική σου κατά τον χειρισμό της κρίσης είναι υπονομευμένη. Άλλωστε η σχετική ισορροπία επιβάλλεται και από το αποτρεπτικό δόγμα μας. Mάλιστα πρέπει να είναι ορατή (παραδεκτή) και από την άλλη πλευρά, άλλως είναι αναξιόπιστη.
* Η φάση της κορύφωσης μιας κρίσης δεν έρχεται αίφνης. Προηγούνται προκαταρτικές δραστηριότητες και επειδή αναφέρομαι στην πολιτική πλευρά των κρίσεων, έχω την άποψη ότι η στενή παρακολούθηση των πολιτικών πραγμάτων της άλλης πλευράς (π.χ. της Τ.) και η σωστή ερμηνεία τους, μπορεί να αποκαλύψει ενδείξεις επερχομένης κρίσης. Πρέπει να οργανωθεί ένας τέτοιος φορέας παρακολούθησης και ερμηνείας.
* Ας μη μας διαφεύγει ότι, ο πιθανότερος χώρος και των μελλοντικών κρίσεων θα είναι αυτός του Αιγαίου. Με πολιτικά κριτήρια, αυτός έχει στοχοποιηθεί από πλευράς Τ. Επιβάλλεται να τον γνωρίζουν καλά, σπιθαμή προς σπιθαμή, οι δυνάμεις μας (στρατού, ναυτικού και αεροπορίας), να τον παρακολουθούμε και επιτηρούμε συνεχώς και να σημειώνουμε και εξετάζουμε και εκτιμούμε κάθε δραστηριότητα της άλλης πλευράς, προετοιμαζόμενοι δια παν ενδεχόμενον.
* Ακόμα, σε μια εποχή τρομοκρατίας και ασύμμετρων απειλών, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο να προκύψουν κρίσεις και από αυτή την κατεύθυνση. Το ενδεχόμενο αυτό, αν δεν έχει γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης, πρέπει να βιασθούμε να το θέσουμε επί τάπητος.
* Μία τελευταία σκέψη είναι ότι η έγκαιρη και μεθοδευμένη κινητοποίηση από το Εθνικό Κέντρο της ομογενείας (σε ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά και Ευρώπη) θα μπορούσε να αποδειχθεί ωφέλιμη. Μισή Ελλάδα, εκτός Ελλάδος, δεν πρέπει σε μία κρίση να παρακολουθεί αμέτοχη.
Εδώ τελειώνει η εισήγησή μου, πλην όμως επειδή ανέφερα και το Διεθνή Παράγοντα ως μία συνισταμένη της πολύ σύνθετης αυτής υπόθεσης, της «κρίσης», (πλέον της πολιτικής και της στρατιωτικής πτυχής), να μου επιτραπεί να αναφερθώ με δύο λόγια σ΄αυτόν τον παράγοντα. Και τούτο, διότι η Χώρα έχει διεθνή προβολή και πρωτίστως είναι πλήρες μέλος ισχυρών διεθνών οργανισμών και κυρίως του ΟΗΕ. Δεν είναι επομένως επιτρεπτόν ένας τέτοιος παράγοντας να αγνοείται, να μένει ανεκμετάλλευτος σε ώρα κρίσης. Και αναφέρομαι βασικά στον ΟΗΕ, διότι από τον καταστατικό χάρτη του έχει ρόλο και αποστολή, όσον αφορά στην καταστολή των κρίσεων και στην πρόληψη του πολέμου.
Συνήθως καλούνται ή και προσφέρονται χώρες για ρόλο διαμεσολαβητικό, αλλά οι χώρες κατά τη διαμεσολάβηση είναι -αν θέλετε- φυσικό, να προσπαθούν για την ικανοποίηση κατά κύριο λόγο των δικών τους συμφερόντων. Σχεδόν πάντοτε ισχυρίζονται ότι τηρούν ίσες αποστάσεις από τα δύο μέρη της κρίσης, όμως αυτή η τακτική τους πολλές φορές καταλήγει στην εξίσωση του θύματος με το θύτη. Βλέπω προσφορότερη την πρόσκληση του διεθνούς παράγοντος, του ΟΗΕ, ο οποίος θα συνεργασθεί με όλες τις πλευρές κατά τρόπον περισσότερο ουδέτερον, μακράν υπηρέτησης συμφερόντων.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ως τον καταλληλότερον για μία λεπτομερή εξέταση του θέματος. Ένας π.χ. διπλωμάτης, θα μπορούσε να το κάνει αυτό πληρέστερα εμού. Εν πάσει περιπτώσει, κάνω εδώ νύξη του θέματος και εφ΄όσον κριθεί ότι αξίζει περαιτέρω ερεύνης και ανάλυσης, ας προχωρήσουμε.
Πηγή: http://kostasxan.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε επίσης

Διαβάστε επίσης