Του ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗ Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πολλοί είναι εκείνοι που και εσχάτως διερωτώνται στη χώρα μας για το τι πραγματικά συμβαίνει στην Τουρκία ως προς το ποιος έχει το πάνω χέρι στην εσωτερική πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις της γείτονος. Τούτο γιατί από την εποχή που ανέλαβε ο Ερντογάν, ως πολιτικό ισλάμ, με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης τη διακυβέρνηση της χώρας, από το 2002, και την ανανέωση της εντολής μετά τις εκλογές του 2007, πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν πως οι στρατιωτικοί θα έμπαιναν σταδιακά στο περιθώριο, ο κεμαλισμός, τον οποίον εκπροσωπούσαν πολιτικά, ως δομή εξουσίας θα αποδυναμωνόταν μέχρι της οριστικής του εξάλειψης, ενώ η Τουρκία θα έμπαινε σε τροχιά δημοκρατικοποίησης μέσα από τους θεσμικούς εξαναγκασμούς που επέβαλλε η «ευρωπαϊκή της πορεία».
Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Πρέπει να παραδεχθούμε εξαρχής πως ο Ερντογάν ήταν και παραμένει όντως στην πολιτική φιλοσοφία και κοσμοθεωρία του αντικεμαλιστής, όπως υπήρξε αντιστοίχως και ο Μεντερές τη δεκαετία του '50 αντίθετος της κεμαλικής ιδεολογίας, καθώς επίσης και ο Οζάλ τη δεκαετία του '80, που επιχείρησε και μια ανεπιτυχή, βαθιά τομή στο πολιτικό σύστημα της Άγκυρας. Ο μεν πρώτος οδηγήθηκε στην αγχόνη με την κατηγορία της διαφθοράς και της απόκλισης από τις κεμαλικές αρχές, ο δε δεύτερος, ο οποίος ήταν και χαρισματικός και εξαιρετικά δημοφιλής, αφού πέρασε από την πρωθυπουργία στην Προεδρία της Δημοκρατίας, είχε ένα τουλάχιστον παράξενο τέλος έπειτα από μια δεκαετία κυρίαρχης παρουσίας στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας, τέλος που αποδόθηκε στη διακριτική εξόντωσή του από το κεμαλικό κατεστημένο, αφού πολλοί ήταν εκείνοι που δεν το θεώρησαν φυσιολογικό, ενώ η σύγκρουση με το στράτευμα ήταν υποβόσκουσα καθ' όλη τη δεκαετία της διακυβέρνησής του.
Η δεκαετία του '90 επανέφερε τους στρατιωτικούς στον απόλυτα ρυθμιστικό ρόλο τους και στην αναπαραγωγή του ίδιου κομματικού συστήματος των δεκαετιών του '60 και του '70, με τη συμμετοχή και του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας του Τουργκούτ Οζάλ. Η εξουσία του στρατεύματος ήταν κυρίαρχη και εμφανής παντού, όπερ και κατεδείχθη περιτράνως με τη «βελούδινη» πραξικοπηματική αποπομπή του ισλαμιστή πρωθυπουργού Ερμπακάν το 1997. Η εμφάνιση του Ερντογάν στα τέλη της δεκαετίας του '90 και η πανηγυρική εκλογή του στην πρωθυπουργία της χώρας το 2002 άνοιξαν έναν νέο κύκλο υψηλών προσδοκιών ανανέωσης του πολιτικού συστήματος και αλλαγής όχι μόνο πολιτικής αλλά και φιλοσοφίας και κοσμοθεωρητικής προσέγγισης της πολιτικής εξουσίας σε όλα τα επίπεδα του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας, που θύμιζε τις απόπειρες αλλαγών των δεκαετιών του '60 και του '80, αυτήν τη φορά το εγχείρημα σταδιακής κατάργησης του κεμαλισμού και υποκατάστασής του από μια ήπιας μορφής «Ισλαμική Δημοκρατία δυτικού τύπου». Ο Ερντογάν, έχοντας κατά νου την προϊστορία των Μεντερές και Οζάλ, όντας σε αντίθεση με το κεμαλικό σύστημα και έχοντας ισχυρή πολιτική νομιμοποίηση από την τουρκική κοινωνία και το εκλογικό σώμα, προχωρεί σε αλλαγές, με εξαιρετική προσοχή και με συστηματικότητα, που προϋποθέτει μελέτη των επιπτώσεων κάθε φορά.
Εφαρμόζει τουτέστιν ένα σχέδιο αλλαγών στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος κυρίως σε θέματα κράτους δικαίου, όπως είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι μειονότητες, αφήνει όμως το χαρτί της Υψηλής Στρατηγικής στο στράτευμα και στο κεμαλικό κατεστημένο. Ο Ερντογάν «ροκανίζει» κυριολεκτικά την εξουσία του στρατεύματος στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος (βλ. περίπτωση «Εργκενεκόν»), επικαλείται προς τούτο τους όρους και τις προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής πορείας της γείτονος, ενώ δεν παρεμβαίνει εισέτι σε θέματα που αφορούν τις σχέσεις της χώρας του με την Ελλάδα, κυρίως στο Αιγαίο και στο Κυπριακό, όπου φοβάται να δώσει αφορμές που θα μπορούσαν να του προσάψουν μειωμένο πατριωτισμό ή ακόμη και προδοσία των εθνικών συμφερόντων της Τουρκίας. Φαίνεται, σ' ό,τι αφορά τα ελληνικά εθνικά θέματα, τους τουρκικούς σχεδιασμούς για το Αιγαίο και τις αναθεωρητικές τάσεις που εκδηλώνονται, το στράτευμα έχει ένα μονοπώλιο εξουσίας.
Όμως, παρά ταύτα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η συναινετική λειτουργία του διπόλου εξουσίας που υφίσταται στην Άγκυρα, Ερντογάν-κεμαλιστές, είναι συγκυριακής μορφής και είναι υπόθεση χρόνου η εκδήλωση της εσωτερικής σύγκρουσης. Στο μεταξύ, όμως, η Αθήνα και η Λευκωσία πρέπει να ξέρουν καλώς πως την υπόθεση του Αιγαίου και του Κυπριακού τη χειρίζεται ο κεμαλικός επεκτατισμός, ο οποίος καταλαβαίνει μόνο την αποτρεπτική απειλή, δηλαδή την ικανότητα των Αθηνών να πείσει πως οποιοδήποτε στρατιωτικό εγχείρημα αναθεωρητικής μορφής στο Αιγαίο θα προκαλέσει στην Άγκυρα πολύ μεγαλύτερο κόστος απ' ό,τι όφελος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου