Η ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (1916-1923) φέρνει στο νου μας τραγικά και φοβερά γεγονότα. Αμέτρητα θύματα και νεκροί. Ανείπωτα αίσχη και βανδαλισμοί. Εξορίες, κακουχίες, εκτοπισμοί, θάνατοι. Κρίμα και πικρία στην αχαριστία της λήθης των μαζικών σφαγών και αδικημάτων σε βάρος του Ποντιακού Ελληνισμού.
Μνήμη και σεβασμός και τιμή στα αμέτρητα θύματα μας.
Τριακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες εξοντώθηκαν από το επεξεργασμένο σχέδιο γενοκτονίας. Το μεγαλύτερο μέρος γυναίκες και παιδιά. «Ρίζα μ’ Κωστή, ας απόθανα εγώ κι ας εζήνες εσύ, πουλί μ’».
Ο τόπος του Πόντου που γέννησε πολιτισμό, μεταβλήθηκε σε τόπο εγκλημάτων και τόπο γέννησης προσφύγων.
Η Κρώμ’ τη χαράς το πουλίν, τη τραγωδί η μάνα, μωρού κασέλαν έχτισεν, ας ση λύρας το ξύλον, εποίκεν φορτωδέματα τη κεμεντζές τα κόρδας, εφορτώθεν, η άκλερος, το λείμψανον τη ψής ατς… κι ερχίνεσεν το κλάψιμον και την μοιρολογίαν…
( από το έπος «Η καμπάνα του Πόντου»)
Αποδεκατισμένες οικογένειες φορτώθηκαν τους μπόγους της θυσίας και μετέτρεψαν τον πόνο τους σε μια καινούργια δημιουργία στην μητροπολιτική Ελλάδα. Οι ξεριζωμένοι πήραν μαζί τους από τις εστίες τους και τις παραδόσεις τους, όλο το παρελθόν με τις άσβηστες μνήμες. Στην προσφυγιά τα περασμένα δεν έγιναν ξεχασμένα.
Ε! ρίζαμ’, ντο να λέγω σας, εμείς όντες εχπάσταμε σ’ ‘σην πατρίδαν να φέβομε για την Ελλάδαν, α τόσον και εσιασίρεψαμ’ τιδέν να παίρω κι’ εγροίξα. Την εικόναν είπα ας παίρω και τα ‘ άγια λείψανα και προστατεύνε μας σα δρόμους. Και με τα ‘εκείνα έρθαμε αδά σην Ελλάδαν και ντο εσύραμε, τα καριπίας, τα εφτωχίας, τα βάσανα!. Ο Θεός μονάχον εξέρει ατά. (τα λόγια μιας χαροκαμένης ποντίας, που έζησε τον ξεριζωμό)
Πως κατόρθωσε , αλήθεια , αυτός ο χριστιανικός λαός, με αντίσταση ψυχής, με πείνα και νηστεία, να μείνει ζωντανός και να μεταφέρει όλα τα στοιχεία του πολιτισμού του στην σύγχρονη Ελληνική κοινωνία ;
Τον αφανισμό και την γενοκτονία των αδελφών μας τιμούμαι σήμερα. Και έχουμε ιερό χρέος και καθήκον να στρέψουμε τον νου και την καρδιά μας, να διαβούμε όλα τα εμπόδια και πατώντας νοερά στα άγια χώματα του Πόντου, να αποτίσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής σε όλους αυτούς που έμειναν εκεί άταφοι και αδιάβαστοι.
Ο Ήλεν να άφτ, το κερίν, κι ο Φέγγον τα καντήλας, και τ’ άστρα κι ο Αυγερινόν, ν’ άφνε τα μανουάλια… να λειτουργίουνταν οι Νέοι, οι Γέρ’ που επεστάθαν και οι Γυναίκ’ και τα Μωρά, π’ επέμναν και ‘κ’ ετάφαν… και ούλ’ εκείν’, ‘ς ση χαμονής ‘ς σην στράταν που εχάθαν
( από το έπος «Η καμπάνα του Πόντου»)
Η γενοκτονία κατά των Ελλήνων του Πόντου υπήρξε μέρος της ευρύτερης γενοκτονίας κατά των άλλων χριστιανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτική για εξόντωση των χριστιανών είχε αποφασιστεί σε συνέδριο των νεότουρκων εθνικιστών τον Οκτώβριο του 1911 και εκτελέσθηκε σε δύο φάσεις.
Αδιάψευστος μάρτυρας της πολιτικής που ακολουθήθηκε , τα προξενικά αρχεία και οι αναφορές ξένων.
Σε έγγραφο του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο το 1916 αναφέρονται τα εξής:
"Η πολιτική των Τούρκων είναι, μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ' τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερήσια διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων."
Ο Αυστριακός πρόξενος στην Αμισό Κβιατόφσκι σε έγγραφο του 1918 αναφέρει: "Οπως επανειλημμένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένησιν του Χριστιανικού στοιχείου ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχη εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας εναντίον των Αρμενίων".
Η δεύτερη φάση της γενοκτονίας ξεκινά με τη συγκρότηση του κεμαλικού στρατού μετά την απόβαση του ιδίου του Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου του 1919.
O Ρώσος αρχιστράτηγος Φρούνζε , την περίοδο αυτή οι καλύτεροι σύμμαχοι του τουρκικού εθνικισμού αναδεικνύονται οι σοβιετικοί, ενημερώνοντας τον πρεσβευτή του στη Άγκυρα Αράλοφ δεν κρύβει τον αποτροπιασμό του για τα εγκλήματα των συμμάχων τους., δίνοντας μερικές συγκλονιστικές εικόνες από την ποντιακή τραγωδία:
"Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από Έλληνες. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο. Άλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι' αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμμαύχι του... Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρισαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου".
Στο βιβλίο του G. Horton «H κατάρα της Aσίας» διαβάζουμε
«… Tο ότι είκοσι αιώνες μετά Xριστόν μπόρεσε ένας μικρός και οπισθοδρομικός λαός, να διαπράξει τέτοια εγκλήματα εναντίον του πολιτισμού και της προόδου του κόσμου, είναι ένα ζήτημα που θα έπρεπε να κάνει όλους τους ευσυνείδητους λαούς να σταθούν και να σκεφθούν… Eκωφεύσαμεν στις απελπισμένες κραυγές για βοήθεια των χριστιανών που πεθαίνανε, αν και ξέραμε καλά πως η Aμερική ήταν η μοναδική ελπίδα τους και τώρα είναι φανερό πως υπάρχει στη χώρα μας μια τάση που ολοένα μεγαλώνει, να συγκαλύψουμε τα εγκλήματα των Tούρκων και να τους δώσουμε συγχωροχάρτι γι’ αυτά, για να επιτύχουμε υλικά οφέλη απ’ αυτούς».
Αμέτρητα τα στοιχεία που καταδεικνύουν τα εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου. Αμέτρητες και οι αφηγήσεις όσων επέζησαν. Όπως αυτή του Δημητριάδη Χατζηγιώργη..
"Το χιόνι τύφλωνε τα μάτια. Τα πόδια δε λέγανε να πάνε πια μπροστά. Η ανάσα πάγωνε μέσα στο στόμα. Σαν τα χαμένα αγρίμια φωνάζαμε μέσα στην καταιγίδα τους δικούς μας
Κι ερχόταν η ηχώ: Ω...μανίτσα. μ’.
Έμπαινε ο Μάρτης του ΄17 κι από τον Νοέμβριο του 1916 που 13.000 άνθρωποι είχαμε ξεκινήσει από την Κερασούντα, δεν είχαμε μείνει παρά 800..."
Στο βιβλίο του Χ. Τσιρκινίδη, αφηγείται ο θείος του συγγραφέα Ευριπίδης:
«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄ άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν.»
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το έγκλημα που έγινε σε βάρος των Ποντίων από το 1914 ως το 1923 έχει όλα τα στοιχεία της Γενοκτονίας.
Στην σύμβαση του ΟΗΕ, «περί γενοκτονίας» επακριβώς περιγράφηκε ότι «γενοκτονία» είναι: «οποιαδήποτε πράξη ενεργούμενη με την πρόθεση της ολικής ή μερικής καταστροφής ομάδας εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής».
Αυτό που διαχωρίζει την γενοκτονία από τα κοινά ποινικά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου είναι η ιδιαίτερη εγκληματική πρόθεση , το ιδιαίτερο αντικείμενο του εγκλήματος, η ιδιαίτερη τεχνική διάπραξης του και οι ιδιαίτερες συνέπειες του.
Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί. Ο δράστης δεν ενδιαφέρεται για το άτομο αυτό καθ εαυτό αλλά μόνο για την ιδιότητα του ως μέλους της ομάδας.
Η γενοκτονία δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την άμεση εξόντωση της ομάδας, του έθνους. Ως γενοκτονία, υποδηλώνει ένα συντονισμένο σχέδιο ενεργειών που αποσκοπούν στην καταστροφή θεμελιωδών στοιχείων διαβίωσης εθνικών, θρησκευτικών , φυλετικών η άλλων ομάδων, η οποία επιφέρει τελικά και την καταστροφή τους.
»Οι ζωντανοί, π’ εφήκανε τον τόπον ντ’ εγεννέθαν
»κι εφορτώθανε τα στενά τα νεκρικά κασέλας
»κι εφόρεσαν τα σάβανα, κι εσέβανε ‘ ς σην στράταν,
»‘ς σην στράταν την αγύριστον, ‘ς ση χαμονής τον δρόμον.
( από το έπος «Η καμπάνα του Πόντου»)
Ούτε χρειάζεται να είναι περίοδος πολέμου. Την περίοδο που ο Ποντιακός Ελληνισμός υπέστη τις διώξεις και τη γενοκτονία, δηλαδή πριν το 1922 και σε όλη τη δεκαετία, δεν πάτησε ποτέ εκεί στρατός.
353 000 ψυχές υπολογίζεται ότι χάθηκαν κατά την διάρκεια αυτών των χρόνων.
Όταν η γενοκτονία πλέον συντελέσθηκε, ο φόβος να αφανισθεί ο Ποντιακός Ελληνισμός προκάλεσε την αναγκαστική μετακίνηση των ποντιακών χριστιανικών πληθυσμών προς την Ελλάδα, Σοβιετική Ένωση και αλλού, αφήνοντας πίσω πάνω από 200 000 Ποντίους που δεν μπόρεσαν να μετακινηθούν.
Δύσκολος ο αποχωρισμός. Σπαράζει η καρδιά. Ικετεύει η ψυχή. Γονατίζουν στην γη τους σαν να θέλουν να καρφωθούν εκεί.
»Θεέ μ’! Δείξον τη δύναμη Σ’! Χριστέ μ’ ποίσον το θάμα Σ’!
»Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταράχτε,
»Ποίσον με σπέλιας κατωθύρ’, ‘ς σην γην καταχωμένον,
»Ποίσον με, αν θέλτς, μικρόν λιθάρ’, αν θέλτς, ποίσο με χώμαν.
»Θεέ μ’… ποίσον με ήνταν θέλτς… Μόνον ‘ς σον τόπο μ’, άφς με.
»Άφς με αδά να θάφκουμαι, ‘ς σον τόπον ντ’ εγεννέθα,
»‘ς σο μνήμαν όμπου έθαψα την μάνα μ’ και τον κύρη μ’…»
(από το έπος «Η καμπάνα του Πόντου»)
Παίρνουν μαζί τους ιερά κειμήλια και λίγο χώμα από τη γη του Πόντου.
Αφήνουν πίσω τη Μαύρη Θάλασσα και μπαίνουν στην Άσπρη Θάλασσα.
Γράφει ο Καζαντζάκης στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»
«Η Μαύρη Θάλασσα κυμάτιζε αλαφρά, σκούρα λουλακιά, και μύριζε σαν καρπούζι. Ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου, μια φορά κ’ έναν καιρό δικά μας, Δεξά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβήσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένη, κάθουνταν στην πρύμνα και δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από το αγαπημένο ουρανοθάλασσο. Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος βαθιά στις λαμπυρήθρες των ματιών τους. Δύσκολο, δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά, θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι, ένα χταπόδι είναι η ψυχή και όλα τούτα οι πλόκαμοί της.»
Φτάνουν στην Ελλάδα. Πάμφτωχοι, ταλαιπωρημένοι από τις διώξεις, με το φόβο ακόμη ζωντανό μέσα τους, κι εγκαταστάθηκαν δίχως να χάσουν το θάρρος τους, εδώ κι εκεί στη νέα ελληνική πατρίδα.
Σκόρπισαν σε χωριά και πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, στους συνοικισμούς της πρωτεύουσας και σε άλλες περιοχές, με μοναδικό εφόδιο την αυτοπεποίθηση, την αισιοδοξία, την αγάπη στη γη και τα γράμματα ή τις τέχνες.
Μοναδική αλλά και μεγάλη παρηγοριά ότι οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες, οι αιώνιοι Ακρίτες, θωράκισαν τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι Ίωνες, με μια πλούσια πολιτισμική και εθνική παράδοση, συνέβαλαν στην επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας.
Μέσα από αντιξοότητες και εμπόδια, που συνάντησαν, ειδικά στα χωριά, κατόρθωσαν τόσο αυτοί όσο και αργότερα τα παιδιά τους, με την επιμονή και την υπομονή που τους διακρίνει, όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να διεισδύσουν στους χώρους των επιστημών και των τεχνών, της πολιτικής και του συνδικαλισμού, και να διακριθούν, συντελώντας καίρια την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των συμπολιτών τους, στην πρόοδο της επιστήμης και στην πολιτική ανάπτυξη του τόπου.
Άφαντη η ιστορία των Ποντίων.
Άγνωστος σχεδόν ο αγώνας του Πόντου, που αγωνίστηκε για λευτεριά και ανεξαρτησία πληρώνοντας την περήφανη αντίσταση του με αμέτρητες θυσίες,
Άγνωστοι οι απαγχονισμοί, οι σφαγές, οι εκτοπίσεις. Οι λεηλασίες, οι βιασμοί. Τα αίσχη , οι βανδαλισμοί.
Άγνωστη η δεινή θέση των παιδιών και γυναικών. Οι γυναίκες χτυπούσαν τα στήθια τους και τραβούσαν τα μαλλιά τους στις τραγικές εικόνες που ζούσαν. Οι Παναγίες του Πόντου με την τυράννια και τον πόνο της ρίζας. «Ντο θα είνουμε σ’, θα καίγουμες», λες και δεν ήταν καμένες από την τραγική δυστυχία και τα νεκρά μωρά τους.
Η ιστορία της καταστροφής, το χρονικό της συγκλονιστικής γενοκτονίας, έχει φτάσει στις μέρες μας μόνο με τον λυγμό των ξεριζωμένων.
Διάσπαρτες αφηγήσεις, όσα κρατάει ο νους, όσα μπορεί και θέλει να συγκρατήσει.
Η πολιτεία καθιέρωσε την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης για τα θύματα της Γενοκτονίας. Με τον νόμο όμως δεν αναγνωρίστηκε η Γενοκτονία των 353 000 χριστιανών του Δυτικού κυρίως Πόντου από το 1914-1922.
Η διεθνής αναγνώριση της γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού έχει βραδύνει.
Δεν είναι συναισθήματα εκδίκησης που υπαγορεύουν την πρόταση αυτή.
Μόνον ανάγκη απονομής Δικαιοσύνης στα θύματα, μα και στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Και πριν απ’ όλα, η προστασία του γένους των Ανθρώπων.
Ανάγκη να πάψει πια το φρικτό έγκλημα της γενοκτονίας να αποτελεί εύκολη λύση των διεθνών προβλημάτων.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός είναι ένα μεγάλο τμήμα του έθνους και δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί από την Πολιτεία και την πολιτική της.
Η διεθνοποίηση του εγκλήματος, αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στοιχείο των πολιτικών θεσμών που σέβονται την ιστορία και την αλήθεια, δηλαδή τη μνήμη τους. Και όπως έγραψε ο μεγαλύτερος ίσως Πόντιος συγγραφέας, ο Δημήτρης Ψαθάς «ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται από τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Η άστοχη κριτική αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας, ήταν ίσως κι ένας από τους λόγους που τόσο άσχημα πορεύτηκε η φιλία με τους Τούρκους. Να ρίξουμε το πέπλο της λήθης στο παρελθόν, αλλά να ξέρουμε, όχι να κρύβουμε. Να ξέρουν κι ίδιοι οι Τούρκοι το τι φτιάξαν οι πατεράδες τους, για να αποφύγουν τα όσα στιγμάτισαν εκείνους εφ΄ όσον θέλουν να πάρουν τη θέση που φιλοδοξούν ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη. Μόνο έτσι ξέροντας εμείς τους Τούρκους και ξέροντας εκείνοι εμάς και το στιγματισμένο παρελθόν τους, μπορεί κάποτε να χαράξουμε μία ελληνοτουρκική φιλία επάνω σε στέρεες βάσεις»
Κάθε λαός έχει δικαίωμα να απαιτεί με επιμονή την επίσημη αναγνώριση από τις αρμόδιες αρχές των εγκλημάτων και αδικιών που διαπράχτηκαν σε βάρος του. Όσο μεγαλύτερη είναι η αδικία, όσο περισσότερο χρόνο αποκρύφτηκαν τα γεγονότα, τόσο
πιο έντονη είναι η επιθυμία για μια τέτοια αναγνώριση.
Στις 19 Μαΐου κάθε χρόνο τιμάται η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Το γένος των Ποντίων θυμάται και λυπάται.
Θυμάται και λυπάται,
Γι αυτούς που χρόνια πριν, αποθαμένοι εκεί στου Πόντου τη γη φωνάζουν.
«Σ αυτήν τη γη μια Ελλάδα είναι θαμμένη.»
Ρωμανίδης Ν. Θεόδωρος
Πρόεδρος ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΟΝΤΙΩΝ Ν. ΞΑΝΘΗΣ
ΑΚΡΙΤΑΣ ΘΡΑΚΗΣ
Ινφογνώμων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου