Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στους Τούρκους, αυτό αναμφίβολα είναι η σταθερότητα κι η επιμονή τους
Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στους Τούρκους, αυτό αναμφίβολα είναι η σταθερότητα κι η επιμονή τους. Τα χρόνια έρχονται και φεύγουν, οι κυβερνήσεις, ακόμα και τα καθεστώτα αλλάζουν στην Αγκυρα, όμως η πολιτική τους, ως προς τα ελληνοτουρκικά τουλάχιστον, δεν μεταβάλλεται. Μένει ακλόνητη σαν το γρανίτη.
Ποιος δεν θυμάται εκείνον τον καταπληκτικό υπουργό Γιλντιρίμ Ακτουνά – ψυχίατρο το επάγγελμα - που, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αναστάτωνε τη Θράκη με τις επισκέψεις του που σκοπό είχαν να καταδείξουν τη δήθεν καταπίεση της μουσουλμανικής μειονότητας από το ελληνικό κράτος;
Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε, όμως η Θράκη εξακολουθεί να παραμένει αγαπημένος προορισμός Τούρκων υπουργών. Σήμερα, την επισκέπτεται ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Αφάνταστα πιο ευφυής, καλλιεργημένος και πιο «μέσα» στα διεθνή διπλωματικά δρώμενα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών μας έκανε την τιμή χθες να…
αναγνωρίσει την ελληνική κυριαρχία στο Καστελόριζο, το οποίο όμως πρώτα έσπευσε να… «μεταθέσει» από το Αιγαίο και να το τοποθετήσει στη Μεσόγειο…
Πριν φύγει για τη Θράκη, «αναγνώρισε» επίσης το γεγονός ότι αυτή αποτελεί «αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής επικράτειας». Μάλιστα. Ευχαριστούμε κύριε Αχμέτ. Καλά, μπορεί να πει κάποιος, κακό είναι δηλαδή που το λέει; Τι τον… αποπαίρνετε τον άνθρωπο. Κακό; Καθόλου! Φανταστείτε όμως, λ.χ. να επισκεφθεί ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών την Ολλανδία και να δηλώσει ότι «το Αιντχόβεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι των Κάτω Χωρών», ή τη Γαλλία και να πει το ίδιο για το Στρασβούργο και την Αλσατία…Γέλιο που θα γίνει…
Όμως, το τι λέει ή τι δεν λέει ο αγαπητός μας κύριος Αχμέτ, στην πραγματικότητα, πολύ μικρή σημασία έχει. Αντιθέτως, εκείνο που έχει πολύ μεγάλη σημασία, είναι η ισορροπία ισχύος μεταξύ των δύο κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Κι αυτή, από τα χρόνια του Ακτουνά μέχρι σήμερα, έχει επιβαρυνθεί δραματικά εις βάρος μας, με δική μας ευθύνη: παρά τα δισεκατομμύρια που ξοδέψαμε σε όπλα μετά τα Υμια, αν λ.χ. ένα αντίστοιχο περιστατικό επαναλαμβανόταν αύριο το πρωί, η Ελλάδα θα ήταν ακόμα λιγότερο έτοιμη να το αντιμετωπίσει απ΄ όσο ήταν το 1996.
Παραζαλισμένη από την πτώχευση που κρέμεται σα σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια μας, η Ελλάδα ξεχνά ότι και η ίδια η πτώχευση μας ήρθε σαν κεραμίδα γιατί δεν θέλαμε να τη δούμε να έρχεται, ενώ ήταν νομοτέλεια. Αντίστοιχα, δεν συνειδητοποιεί ότι η ελληνοτουρκική ισορροπία σκληρής ισχύος έχει ξεφύγει από κάθε ανεκτό επίπεδο ασφαλείας, ενώ η Τουρκία ουδέποτε έπαψε να είναι επιθετική – το αντίθετο μάλιστα.
Μάλιστα, η απώλεια ισορροπίας δεν αφορά μόνον την δύναμη στον αέρα όπου η «ψαλίδα» ανοίγει κατά τρόπο που δεν έχει προηγούμενο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, αλλά, τώρα, πλέον, για πρώτη φορά χάνεται σταδιακά αλλά σταθερά και το παραδοσιακό συγκριτικό ελληνικό στρατηγικής σημασίας πλεονέκτημα στη θάλασσα.
Φυσικά, ο φίλος μας ο κύριος Αχμέτ, δεν είναι αφελής. Αυτά όλα τα γνωρίζει πολύ καλά. Ξέρει μάλιστα ότι, όσο περνά ο καιρός, με ορίζοντα το 2015 – 2018, τα τουρκικά εξοπλιστικά προγράμματα σε μεγάλο βαθμό θα τείνουν να ολοκληρωθούν με τις παραδόσεις πολύ σημαντικών και ουκ ολίγων μονάδων τόσο στο τουρκικό ναυτικό, όσο, αμέσως μετά, και στην τουρκική αεροπορία.
Με αυτά τα δεδομένα άλλωστε είναι που και ο Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν μας καλεί συχνά να περικόψουμε τις αμυντικές δαπάνες και να μην βλέπουμε εχθρούς που δεν υπάρχουν, για να βελτιώσουμε τα οικονομικά μας. Προτίθεται λέει κι εκείνος να κάνει το ίδιο, παραλείποντας βέβαια να πει ότι, πρώτα, θα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα που γνώρισαν ποτέ οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις που σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Φυσικά, το άμεσο ερώτημα που θα έθεταν ενδεχομένως πολλοί είναι υπαρκτό: καλά, μπορεί η Ελλάδα, ειδικά σήμερα, να ανταγωνιστεί την Τουρκία σε μια κούρσα εξοπλισμών; Η απάντηση είναι απλή και είναι ξεκάθαρα όχι. Όμως, αυτή, είναι μια απάντηση σε ένα λάθος ερώτημα.
Το γνήσιο ερώτημα είναι το τι μπορούμε να κάνουμε όχι για να αποκτήσουμε ποσοτική ευθυγράμμιση με την Τουρκία, που δεν μπορούμε, αλλά κάποια στοιχεία ποιοτικής υπεροχής που θα μας εξασφαλίσουν από τους κινδύνους της πολιτικής της. Και, μάλιστα, σε τόσο δυσμενείς συνθήκες.
Από τον Ακτουνά στον Νταβούτογλου, η Ελλάδα βρίσκεται ήδη με αισθητά μειωμένη ισχύ, ενώ η Τουρκία με σημαντικά αυξημένη, πραγματικότητα που, αν δεν κάνουμε κάτι, πριν από το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας θα καταστεί μη αναστέψημη. Τι θα γίνει μέχρι τότε; Θα υπάρξει συντριπτική τουρκική υπεροχή στον αέρα με τα τύπου στελθ αεροσκάφη JSF που θα αποκτήσει η Αγκυρα και τον τεράστιο αριθμό από τα αναβαθμισμένα της (περισσότερα από 200) F – 16, καθώς κι έναν πρωτοφανή στόλο με δεκάδες φρεγάτες, κορβέτες και αεροσκάφη και ελικόπτερα ναυτικής συνεργασίας.
Μέρα με τη μέρα, συστηματικά και αποτελεσματικά, η Τουρκία χτίζει έναν πολύ ισχυρό πολεμικό βραχίονα και το γνωρίζει πολύ καλά, όπως πολύ καλά γνωρίζει και ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις όχι μόνον δεν βελτιώνονται, αλλά, αντιθέτως και οι υπάρχουσες βρίσκονται σε τροχιά πολλαπλής συρρίκνωσης.
Λοιπόν, παρ΄ όλα αυτά, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μπορούμε να κάνουμε αρκετά, αν φυσικά το αποφασίσουμε και δεν περιμένουμε ένα πρωί το κακό να μας χτυπήσει την πόρτα, ακριβώς όπως κάναμε με τα δημοσιονομικά μας, αλλά σε κάτι ασύγκριτα πιο σοβαρό: υπάρχουν συγκεκριμένες και αποτελεσματικές συμμαχίες που μπορούμε να χτίσουμε, υπάρχουν έξυπνα όπλα που μπορούμε να αγοράσουμε, υπάρχουν δόγματα διατάξεων δυνάμεων που μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε, υπάρχουν ουκ ολίγες δυνατότητες να οχυρωθεί η Ελλάδα πολύ πιο αποτελεσματικά.
Αλλά, πίσω απ’ όλα αυτά, υπάρχει πριν απ’ όλα μια θεμελιώδης προυπόθεση που πρέπει να εκπληρωθεί: να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει κάτι να κάνουμε και να μην κάνουμε ότι δεν βλέπουμε το δυνητικό, έστω, κίνδυνο, ο οποίος ασφαλώς αυξάνει μέσα από τη δημοσιονομική κατάρρευση και από τον οποίο ουδείς, πλην του εαυτού μας, πρόκειται να μας προστατεύσει. Τουλάχιστον, αυτό το τελευταίο, με όσα ζούμε τον τελευταίο χρόνο στην κρίση του χρέους, ε, θα έπρεπε πια να το έχουμε καταλάβει…
gmalouchos@tovima.gr
Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στους Τούρκους, αυτό αναμφίβολα είναι η σταθερότητα κι η επιμονή τους. Τα χρόνια έρχονται και φεύγουν, οι κυβερνήσεις, ακόμα και τα καθεστώτα αλλάζουν στην Αγκυρα, όμως η πολιτική τους, ως προς τα ελληνοτουρκικά τουλάχιστον, δεν μεταβάλλεται. Μένει ακλόνητη σαν το γρανίτη.
Ποιος δεν θυμάται εκείνον τον καταπληκτικό υπουργό Γιλντιρίμ Ακτουνά – ψυχίατρο το επάγγελμα - που, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αναστάτωνε τη Θράκη με τις επισκέψεις του που σκοπό είχαν να καταδείξουν τη δήθεν καταπίεση της μουσουλμανικής μειονότητας από το ελληνικό κράτος;
Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε, όμως η Θράκη εξακολουθεί να παραμένει αγαπημένος προορισμός Τούρκων υπουργών. Σήμερα, την επισκέπτεται ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Αφάνταστα πιο ευφυής, καλλιεργημένος και πιο «μέσα» στα διεθνή διπλωματικά δρώμενα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών μας έκανε την τιμή χθες να…
αναγνωρίσει την ελληνική κυριαρχία στο Καστελόριζο, το οποίο όμως πρώτα έσπευσε να… «μεταθέσει» από το Αιγαίο και να το τοποθετήσει στη Μεσόγειο…
Πριν φύγει για τη Θράκη, «αναγνώρισε» επίσης το γεγονός ότι αυτή αποτελεί «αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής επικράτειας». Μάλιστα. Ευχαριστούμε κύριε Αχμέτ. Καλά, μπορεί να πει κάποιος, κακό είναι δηλαδή που το λέει; Τι τον… αποπαίρνετε τον άνθρωπο. Κακό; Καθόλου! Φανταστείτε όμως, λ.χ. να επισκεφθεί ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών την Ολλανδία και να δηλώσει ότι «το Αιντχόβεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι των Κάτω Χωρών», ή τη Γαλλία και να πει το ίδιο για το Στρασβούργο και την Αλσατία…Γέλιο που θα γίνει…
Όμως, το τι λέει ή τι δεν λέει ο αγαπητός μας κύριος Αχμέτ, στην πραγματικότητα, πολύ μικρή σημασία έχει. Αντιθέτως, εκείνο που έχει πολύ μεγάλη σημασία, είναι η ισορροπία ισχύος μεταξύ των δύο κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Κι αυτή, από τα χρόνια του Ακτουνά μέχρι σήμερα, έχει επιβαρυνθεί δραματικά εις βάρος μας, με δική μας ευθύνη: παρά τα δισεκατομμύρια που ξοδέψαμε σε όπλα μετά τα Υμια, αν λ.χ. ένα αντίστοιχο περιστατικό επαναλαμβανόταν αύριο το πρωί, η Ελλάδα θα ήταν ακόμα λιγότερο έτοιμη να το αντιμετωπίσει απ΄ όσο ήταν το 1996.
Παραζαλισμένη από την πτώχευση που κρέμεται σα σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια μας, η Ελλάδα ξεχνά ότι και η ίδια η πτώχευση μας ήρθε σαν κεραμίδα γιατί δεν θέλαμε να τη δούμε να έρχεται, ενώ ήταν νομοτέλεια. Αντίστοιχα, δεν συνειδητοποιεί ότι η ελληνοτουρκική ισορροπία σκληρής ισχύος έχει ξεφύγει από κάθε ανεκτό επίπεδο ασφαλείας, ενώ η Τουρκία ουδέποτε έπαψε να είναι επιθετική – το αντίθετο μάλιστα.
Μάλιστα, η απώλεια ισορροπίας δεν αφορά μόνον την δύναμη στον αέρα όπου η «ψαλίδα» ανοίγει κατά τρόπο που δεν έχει προηγούμενο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, αλλά, τώρα, πλέον, για πρώτη φορά χάνεται σταδιακά αλλά σταθερά και το παραδοσιακό συγκριτικό ελληνικό στρατηγικής σημασίας πλεονέκτημα στη θάλασσα.
Φυσικά, ο φίλος μας ο κύριος Αχμέτ, δεν είναι αφελής. Αυτά όλα τα γνωρίζει πολύ καλά. Ξέρει μάλιστα ότι, όσο περνά ο καιρός, με ορίζοντα το 2015 – 2018, τα τουρκικά εξοπλιστικά προγράμματα σε μεγάλο βαθμό θα τείνουν να ολοκληρωθούν με τις παραδόσεις πολύ σημαντικών και ουκ ολίγων μονάδων τόσο στο τουρκικό ναυτικό, όσο, αμέσως μετά, και στην τουρκική αεροπορία.
Με αυτά τα δεδομένα άλλωστε είναι που και ο Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν μας καλεί συχνά να περικόψουμε τις αμυντικές δαπάνες και να μην βλέπουμε εχθρούς που δεν υπάρχουν, για να βελτιώσουμε τα οικονομικά μας. Προτίθεται λέει κι εκείνος να κάνει το ίδιο, παραλείποντας βέβαια να πει ότι, πρώτα, θα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα που γνώρισαν ποτέ οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις που σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Φυσικά, το άμεσο ερώτημα που θα έθεταν ενδεχομένως πολλοί είναι υπαρκτό: καλά, μπορεί η Ελλάδα, ειδικά σήμερα, να ανταγωνιστεί την Τουρκία σε μια κούρσα εξοπλισμών; Η απάντηση είναι απλή και είναι ξεκάθαρα όχι. Όμως, αυτή, είναι μια απάντηση σε ένα λάθος ερώτημα.
Το γνήσιο ερώτημα είναι το τι μπορούμε να κάνουμε όχι για να αποκτήσουμε ποσοτική ευθυγράμμιση με την Τουρκία, που δεν μπορούμε, αλλά κάποια στοιχεία ποιοτικής υπεροχής που θα μας εξασφαλίσουν από τους κινδύνους της πολιτικής της. Και, μάλιστα, σε τόσο δυσμενείς συνθήκες.
Από τον Ακτουνά στον Νταβούτογλου, η Ελλάδα βρίσκεται ήδη με αισθητά μειωμένη ισχύ, ενώ η Τουρκία με σημαντικά αυξημένη, πραγματικότητα που, αν δεν κάνουμε κάτι, πριν από το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας θα καταστεί μη αναστέψημη. Τι θα γίνει μέχρι τότε; Θα υπάρξει συντριπτική τουρκική υπεροχή στον αέρα με τα τύπου στελθ αεροσκάφη JSF που θα αποκτήσει η Αγκυρα και τον τεράστιο αριθμό από τα αναβαθμισμένα της (περισσότερα από 200) F – 16, καθώς κι έναν πρωτοφανή στόλο με δεκάδες φρεγάτες, κορβέτες και αεροσκάφη και ελικόπτερα ναυτικής συνεργασίας.
Μέρα με τη μέρα, συστηματικά και αποτελεσματικά, η Τουρκία χτίζει έναν πολύ ισχυρό πολεμικό βραχίονα και το γνωρίζει πολύ καλά, όπως πολύ καλά γνωρίζει και ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις όχι μόνον δεν βελτιώνονται, αλλά, αντιθέτως και οι υπάρχουσες βρίσκονται σε τροχιά πολλαπλής συρρίκνωσης.
Λοιπόν, παρ΄ όλα αυτά, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μπορούμε να κάνουμε αρκετά, αν φυσικά το αποφασίσουμε και δεν περιμένουμε ένα πρωί το κακό να μας χτυπήσει την πόρτα, ακριβώς όπως κάναμε με τα δημοσιονομικά μας, αλλά σε κάτι ασύγκριτα πιο σοβαρό: υπάρχουν συγκεκριμένες και αποτελεσματικές συμμαχίες που μπορούμε να χτίσουμε, υπάρχουν έξυπνα όπλα που μπορούμε να αγοράσουμε, υπάρχουν δόγματα διατάξεων δυνάμεων που μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε, υπάρχουν ουκ ολίγες δυνατότητες να οχυρωθεί η Ελλάδα πολύ πιο αποτελεσματικά.
Αλλά, πίσω απ’ όλα αυτά, υπάρχει πριν απ’ όλα μια θεμελιώδης προυπόθεση που πρέπει να εκπληρωθεί: να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει κάτι να κάνουμε και να μην κάνουμε ότι δεν βλέπουμε το δυνητικό, έστω, κίνδυνο, ο οποίος ασφαλώς αυξάνει μέσα από τη δημοσιονομική κατάρρευση και από τον οποίο ουδείς, πλην του εαυτού μας, πρόκειται να μας προστατεύσει. Τουλάχιστον, αυτό το τελευταίο, με όσα ζούμε τον τελευταίο χρόνο στην κρίση του χρέους, ε, θα έπρεπε πια να το έχουμε καταλάβει…
gmalouchos@tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου