Κι ενώ στην Αθήνα όλα τα βλέμματα είναι καρφωμένα στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις αλλά και στη στιγμή που οι ελεγκτές θα διαπιστώσουν και τυπικά πια τις τρομακτικές αποκλείσεις από τους στόχους εν όψει της έκτης δόσης, μέχρι να φτάσουμε εκεί, είναι πλέον πολύ πιθανό ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό, ακόμα πιο επικίνδυνο μέτωπο να ξεσπάσει: μια πάρα πολύ σοβαρή κρίση με την Τουρκία βρίσκεται πλέον επί θύραις, το αργότερο μέχρι την 1η Οκτωβρίου, την ημερομηνία που θα αρχίσουν, αν όχι νωρίτερα, οι κυπριακές υποθαλάσσιες έρευνες.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη για όλα. Ακόμα και για πόλεμο.
Τίθεται συνεπώς το ερώτημα: Είμαστε έτοιμοι; Η απάντηση, που ίσως εκπλήξει πολλούς, ειδικά αυτή την ώρα και υπό αυτές τις συνθήκες,
είναι ναι: η Ελλάδα δείχνει, από κάθε άποψη μάλιστα, έτοιμη.
Τα δεδομένα, έχουν ως εξής:
η Κυπριακή Δημοκρατία είναι, ορθώς, αποφασισμένη να προχωρήσει στις έρευνες. Η Τουρκία έχει ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους και προς πάσα κατεύθυνση, ότι θα αντιδράσει στρατιωτικά. Και δείχνει να το εννοεί. Ταυτόχρονα, έχει διαμαρτυρηθεί διπλωματικά στις Ηνωμένες Πολιτείες που χωρίς περιστροφές έχουν αδειάσει απόλυτα την Αγκυρα επί του θέματος, ξεκαθαρίζοντας ότι υποστηρίζουν πλήρως την απόφαση της Κύπρου, η οποία συνεργάζεται με αμερικανικές και άλλες εταιρείες για τις έρευνες και διαθέτει, επίσης, και την πλήρη ενεργό ισραηλινή υποστήριξη σε όλα τα επίπεδα.
Σε αντίθεση δε με ότι συμβαίνει με την οικονομική κρίση όπου επικρατεί το χάος, εν προκειμένω, η ελληνική πλευρά, παρουσιάζει μιαν εντελώς διαφορετική εικόνα.
Πράττοντας ορθότατα, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Πάνος Μπεγλίτης, ο οποίος σε λίγες ημέρες επισκέπτεται το Ισραήλ, αυτό τον καιρό, παραμένει σιωπηλός. Οσοι όμως συνομιλούν με την πολιτική αλλά και τη στρατιωτική ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν σε βάθος ότι οι άνθρωποι που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος της ελληνικής αντίδρασης σε ενδεχόμενη τουρκική πρόκληση, κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους. Οχι μόνον έχουν σαφή και ρεαλιστική εικόνα της κατάστασης, αλλά και είναι πολύ καλά προετοιμασμένοι και απολύτως έτοιμοι και αποφασισμένοι να λειτουργήσουν όπως πρέπει σε περίπτωση που η Τουρκία επιχειρήσει να περάσει από τα λόγια στην πράξη.
Ανάλογη εικόνα φαίνεται ότι επικρατεί και στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών που έδειξε ήδη εμπράκτως, σε πολύ σύντομο χρόνο πολύ θετικά σημάδια: τόσο το ταξίδι του Σταύρου Λαμπρινίδη στην Ιμβρο όσο, κυρίως, η αποφασιστική στάση του στο θέμα του απόπλου του στολίσκου προς τη Γάζα, με τη στενή συνεργασία του με τον συναρμόδιο υπουργό Χρήστο Παπουτσή, δείχνουν πολλά. Οσο για τον πρωθυπουργό, δεν φαίνεται ακόμα να έχει ανοίξει πλήρως τα χαρτιά του. Και εν προκειμένω, ορθά – καθώς βρίσκεται στο τελικό επίπεδο αποφάσεων και αποτελεί τον καθοριστικό πολιτικό παράγοντα για ότι είναι να γίνει ή να μη γίνει. Όμως, από όλα τα μέχρι στιγμής δεδομένα, προκύπτει ότι οι σκέψεις του είναι ανάλογες. Κάποια διαφορετική στάση θα αποτελέσει έκπληξη, που φυσικά θα ανατρέψει τα πάντα, αλλά που, όπως όλα δείχνουν, δεν αναμένεται. Το αντίθετο μάλιστα.
Κρίνοντας από την εμπειρία των Iμίων το 1996, αλλά και από ορισμένα άλλα λιγότερο σημαντικά περιστατικά που έκτοτε μεσολάβησαν, ίσως πιστέψει κανείς ότι η Τουρκία δεν έχει άδικο αν εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν θα αντιδράσει, ή, ότι, αν αντιδράσει, θα το κάνει κακότεχνα και αναποτελεσματικά.
Αν πράγματι στην Αγκυρα πιστεύουν κάτι τέτοιο και επενδύουν σε αυτό, καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν και δεύτερη και τρίτη φορά, για τον πολύ απλό λόγο ότι, αυτή τη στιγμή, τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Επίσης, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η οικονομική κρίση δεν έχει επηρεάσει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων καθώς και κάτι ακόμα: ότι η εμπειρία των Iμίων δεν ήταν αποτέλεσμα ενός μειωμένου αξιόμαχου, αλλά αποτέλεσμα του χάους μεταξύ κυβέρνησης και στρατιωτικής ηγεσίας, κι αυτό με πολλές παραμέτρους. Κάτι τέτοιο, σήμερα, δεν υφίσταται. Αντίθετα, η συνεργασία υπουργού – αρχηγών είναι άριστη και το γεγονός αυτό εγγυάται την αποτελεσματικότητά των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Επιπλέον, η Κύπρος και η Ελλάδα βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε πλήρη συντονισμό όχι μόνον μεταξύ τους, αλλά και με τις ΗΠΑ και με το Ισραήλ σχετικά με το θέμα. Και οι τέσσερις χώρες φέρονται απολύτως αποφασισμένες να μην επιτρέψουν στην Αγκυρα να επιβάλλει τις μονομερείς και παράνομες και επιθετικές βουλήσεις της, όπως άλλωστε ξεκάθαρα έδειξαν οι πολύ πρόσφατες δημόσιες αμερικανικές απαντήσεις σχετικά με το θέμα και όχι μόνον αυτές – για το τι συμβαίνει δε με το Ισραήλ, δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά, τα γεγονότα είναι γνωστά σε όλους.
Οι τέσσερις χώρες δείχνουν ότι έχουν συμφωνήσει να υπερασπιστούν και τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους τα οποία, ευτυχώς, πλέον, συμπίπτουν απόλυτα στο μέγα αυτό ζήτημα, όπως άλλωστε φαίνεται ότι συμβαίνει και στην υπόθεση της ελληνικής ΑΟΖ. Κι αυτό ακριβώς είναι το κλειδί: ότι τα συμφέροντα είναι κοινά.
Είναι μία εξαιρετικά λεπτή και σημαντική στιγμή, στην οποία, ευτυχώς, Κύπρος και Ελλάδα έχουν ξεπεράσει εντελώς καταστροφικά σύνδρομα του παρελθόντος και έχουν αντιληφθεί ότι η κοινότητα συμφερόντων με τις συμμαχικές αυτές δυνάμεις είναι το ισχυρότερο όπλο για την έμπρακτη απόκρουση της τουρκικής απειλής. Κι αυτό, είναι ένα νέο καθοριστικής σημασίας δεδομένο. Πρόκειται για μείζονος σημασίας έμπρακτη μεταβολή στην ελληνική και την κυπριακή εξωτερική και αμυντική πολιτική, που αν αποτελούσε τον κανόνα αντί την εξαίρεση, πολλά θα ήταν διαφορετικά. Όμως, το σημαντικό σήμερα είναι ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Και, μάλιστα, ότι σε αυτή την προσέγγιση, πέρα από το τι γίνεται με τις ίδιες τις έρευνες, συμβάλλουν και μια σειρά ευρύτερης σημασίας γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή.
Αν λοιπόν η Τουρκία επιχειρήσει να προβεί στις ενέργειες με τις οποίες έχει απειλήσει την Κύπρο αλλά και την Ελλάδα, όπως όλα δείχνουν, θα βρεθεί μπροστά σε πρωτόγνωρες γι αυτήν αντιδράσεις και εξελίξεις.
Τέλος, πρέπει να θεωρείται βέβαιη και η απόλυτη έμπρακτη και ενεργή στήριξη που θα έχει η κυβέρνηση σε μια τέτοια στάση από την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παράμετρος αποφασιστικής σημασίας στην αποτελεσματικότητα της χώρας να προασπίσει τα ελληνικά και κυπριακά εθνικά συμφέροντα. Είναι μια παράμετρος που επίσης η γείτονα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της, αναλύοντας τις αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς.
Μακάρι λοιπόν η Αγκυρα να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στο πλήρες βάθος της και να μείνει στους λεονταρισμούς, να μην κάνει άλλο βήμα. Θα το περίμενε κανείς αυτό από έναν ηγέτη του σπάνιου διαμετρήματος του Ταγίπ Ερντογάν. Μακάρι να γίνει έτσι.
Συμβαίνει όμως συχνά οι μεγάλοι ηγέτες – και ο Ερντογάν είναι μεγάλος ηγέτης – να κάνουν και μεγάλα λάθη. Θα είναι καλό για όλους, αυτή τη φορά, να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Και να μην παρενοχληθεί η Κυπριακή Δημοκρατία στην άσκηση των δικαιωμάτων της. Θα ήταν καλό για όλους και ακόμα καλύτερο για την ίδια την Τουρκία. Θα ήταν σοφό για την Αγκυρα να μην προκαλέσει την Ελλάδα, αυτή την τόσο παράξενη χώρα και τον απροσδόκητο λαό της, να δείξουν ξαφνικά το άλλο, ξεχασμένο, αλλά πάντα υπαρκτό, πρόσωπό τους.
Γιώργος Π. Μαλούχος / Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου