Η Τουρκία βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, με αγκυλώσεις δεκαετιών και ταμπού να καταρρέουν και λύσεις να είναι πλέον πολύ κοντά (ή τέλος πάντων να φαίνονται ότι είναι), σε θέματα όπως το Κουρδικό, το Αρμενικό ή το ζήτημα των μειονοτήτων γενικότερα, που απορρόφησαν και απομύζησαν την ενέργεια του κράτους για χρόνια, εμποδίζοντας την οικονομική πολιτική και κοινωνική εξέλιξη.
Η κακοφωνία που παράγεται, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις στην Τουρκία, συχνά πνίγει κάθε λογική φωνή δημιουργώντας εμπόδια ακόμα και στο να αναδειχθούν πιθανά σημεία προόδου. Ένα τρανό παράδειγμα, οι δηλώσεις Ερντογάν για τις μειονότητες. Η διάσταση που έλαβε το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ενδιαφέρουσα, όχι τόσο για τα καθ’ ημάς άμεσα, όσο για τα εσωτερικά δρώμενα και για τις αέναες αντιφάσεις της πολιτικής ζωής στη γείτονα, όπως αρχίζει να μορφοποιείται. Φυσικά, πρέπει να δοθούν τα εύσημα στον Ερντογάν για την επίσημη και δημόσια παραδοχή των «λαθών» στα οποία υπέπεσε η χώρα κατά το παρελθόν, αλλά και για την πρόθεσή του να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο το θέμα της εθνικής ταυτότητας. Αλλά διερωτόμαστε: Ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν που πριν από λίγο καιρό είχε υιοθετήσει την άποψη... «ή αγαπάτε τη χώρα ή να φύγετε από αυτήν»; Αναφερόμενος βέβαια στους Κούρδους, που αποτελούν αυτήν τη στιγμή τη μεγαλύτερη (σε πληθυσμό) «διαφορετική» εθνότητα, μέσα στην Τουρκία. Βέβαια, άλλο Κούρδοι, άλλο Εβραίοι, για παράδειγμα, θα σκεφτεί κανείς!
Η αλήθεια πίσω από τη δήλωση
Η ιστορική αυτοκριτική του Τούρκου Πρωθυπουργού έγινε προκειμένου να εξιλεωθεί η ξενοφοβία και η καχυποψία για τις μειονότητες που επικρατεί στην Τουρκία. Κατ’ επέκτασιν δε να «ξηλωθεί» η κλειστοφοβική νοοτροπία, που διακατέχει έναν τομέα ζωτικό για την επιβίωση της χώρας, αυτόν της οικονομίας και των επενδύσεων. Μια από τις υπολογίσιμες μειονότητες της Τουρκίας είναι φυσικά η εβραϊκή. Υπολογίσιμη γιατί πίσω της βρίσκεται ένα κράτος, το Ισραήλ, που είναι εδώ και χρόνια, και ευελπιστεί να παραμείνει, ένας από τους βασικότερους επενδυτές της Τουρκίας, παρά τις επικρίσεις και τις κορόνες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Νταβός.
Ο Τούρκος Πρωθυπουργός προέβη στην περιβόητη δήλωση περί «φασιστικής αντίληψης» στο θέμα της εκδίωξης των μειονοτήτων από τη χώρα, για ν' απαντήσει σε όλους εκείνους που επέκριναν την απόφαση της κυβέρνησής του να αναθέσει σε ισραηλινή εταιρεία την αποναρκοθέτηση και μίσθωση για 44 χρόνια μίας τεράστιας έκτασης γης κοντά στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Η αντιπολίτευση εξαπολύει μύδρους και καταγγέλλει την απόφαση αυτή, κάνοντας λόγο για «ξεπούλημα» μέρους της χώρας στους Εβραίους.
Στα σχέδια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν ήταν τη δεδομένη χρονική στιγμή να ανοίξει θέμα μειονοτήτων φυσικά, ούτε η δήλωσή του αυτή αναφερόταν στην ελληνική κοινότητα, η οποία ικανοποιήθηκε -ηθικά τουλάχιστον-περισσότερο από όλες τις άλλες εθνότητες μέσα στην Τουρκία. Στόχος του Τούρκου Πρωθυπουργού ήταν να δείξει ότι η καχυποψία προς τις ξένες επενδύσεις και η ροπή προς την ξενοφοβία αντίκειται στα τουρκικά συμφέροντα. Παρόλ’ αυτά, η πλειοψηφία των αρθρογράφων και αναλυτών της Τουρκίας, αλλά και οι μειονότητες της χώρας, έσπευσαν να «εκμεταλλευτούν» αυτή την πολύ σημαντική δήλωση και βέβαια καλά έκαναν. Άρχισαν να αξιώνουν πρακτική απόδειξη της «μετάνοιας» της τουρκικής πολιτικής εξουσίας, αποκαθιστώντας τα δικαιώματα και τις περιουσίες των μειονοτικών.
Πολιτική θύελλα στην Άγκυρα
Η ΔΗΛΩΣΗ του Τούρκου Πρωθυπουργού προκάλεσε μια πολιτική θύελλα στην Άγκυρα με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ντενίζ Μπαϊκάλ, να απαντά ότι «καλό θα ήταν ο Πρωθυπουργός ν' ασχοληθεί με τους «Τούρκους», που αντιμετωπίζουν προβλήματα στην Ελλάδα» και άλλους να αναρωτιούνται (σαν να μην το έχουν ακούσει ποτέ) πότε έγιναν τέτοιες διώξεις από τη χώρα;
Παρά την έντονη κριτική, ωστόσο, των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο Τύπος επικρότησε τη δήλωση Ερντογάν. Ο Hasan Cemal της εφημερίδας Milliyet παραδέχεται ότι «η επίσημη εθνικιστική πολιτική έδιωξε τις μειονότητες από τη χώρα μας» (Milliyet, May 27). Ακόμη και ο Even Bekir Coskun της Hurriyet, που είναι ο πιο σφοδρός επικριτής του Τούρκου Πρωθυπουργού, υποστήριξε απόλυτα την άποψη Ερντογάν περί διακριτικής μεταχείρισης των μειονοτήτων (Hurriyet, May 27).
Η «δήλωση μετανοίας», η οποία βέβαια δεν είχε αρχικώς αυτήν τη διάσταση, αλλά έτσι φυσικά εξελίχθηκε, φαίνεται ότι δημιούργησε ανησυχία στους νεο-εθνικιστές, που ακόμη και σήμερα ζητούν να φύγουν οι εναπομείναντες μειονοτικοί άρον-άρον από τη χώρα. Ο Ερντογάν ερέθισε επίσης τα νεύρα κι εκείνων που εκμεταλλεύονται σήμερα όλα τα καταπατημένα κτίρια των μειονοτήτων. Η δήλωση Ερντογάν δεν ενόχλησε, πάντως, την τουρκική κοινή γνώμη. Ίσα-ίσα είναι συνηθισμένη σε τέτοια κριτική και τη δικαιολογεί μάλιστα. Εκείνοι που ενοχλούνται περισσότερο είναι εκείνοι που δεν θέλουν να «ανασκαλεύεται» η τουρκική ιστορία.
Κόπος και χρόνος για να καθαρίσει τα… αγκάθια
ΑΝ Η ΔΗΛΩΣΗ του Τούρκου Πρωθυπουργού, πάντως, ήταν ένα σημάδι ειλικρίνειας και μια έκφραση αλλαγής νοοτροπίας, τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία αυτή η πολυπόθητη πρόοδος σε τέτοια θέματα να πραγματωθεί, προκαλώντας, παράλληλα, ένα βαθύ ρήγμα στην καθεστηκυία κατάσταση, που απειλεί πολλές φορές ακόμη και τον ίδιο. Είναι μια καλή στιγμή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να δείξει και στην Ευρώπη, αν η Τουρκία οδεύει να γίνει μια χώρα δημοκρατική και πλουραλιστική που θα δίνει τη δυνατότητα στους υπηκόους της να εκφράζουν ελεύθερα και δημοκρατικά τις απόψεις τους και να ασκούν τις θρησκευτικές τους ελευθερίες ή μία ανελεύθερη χώρα που σκοπό έχει να προστατεύσει πάνω απ' όλα και πρώτα απ' όλα το κράτος περιορίζοντας τα ατομικά δικαιώματα.
Αν θέλει να γίνει το «καλό παιδί», ο δρόμος είναι σπαρμένος με πολλά αγκάθια, τα οποία θα πάρει χρόνο και κόπο να τα καθαρίσει από μπροστά της. Κατ' αρχάς, η Τουρκία απαιτείται να επικυρώσει τις διεθνείς συνθήκες, που αναφέρονται στα μειονοτικά δικαιώματα και να τις εφαρμόσει. Επίσης, θα πρέπει ν' αλλάξει την έννοια της μειονότητας, έτσι όπως καθορίζεται στη Συνθήκη της Λοζάνης κι έχει μόνο θρησκευτική υφή (μη-μουσουλμανική). Να άρει τις επιφυλάξεις της για το Άρθρο 27 της Χάρτας του ΟΗΕ για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, που αφορούν στις μειονότητες, και το πιο σημαντικό, να σταματήσει να φυλακίζει υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο Μπασκίν Οράν και ο Ιμπραχήμ Καμπόγλου.
Πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία έχουν καταρτίσει μάλιστα και Χάρτα με όλες τις απαγορεύσεις που επιβάλλονται στις μειονότητες και προτρέπουν τον Τούρκο Πρωθυπουργό να προβεί στις απαραίτητες τομές. Για παράδειγμα:
Ελευθερία της γλώσσας: Δεν επιτρέπεται η χρήση της μητρικής γλώσσας των μειονοτικών στην πολιτική σκηνή. Κανένας Έλληνας, Αρμένιος, Κούρδος ή Εβραίος δεν μπορεί να μιλήσει στη γλώσσα του από το βήμα της Βουλής ή οποιοδήποτε άλλο πολιτικό βάθρο.
Τουρκικά γράμματα: Νόμος απαγορεύει να χρησιμοποιούνται γράμματα, που δεν υπάρχουν στην τουρκική αλφάβητο, όπως το Q, W and X. Βέβαια οι περισσότερες επιχειρήσεις που διαθέτουν ξένα ονόματα δεν έχουν διωχθεί, αλλά ο νόμος είναι ενεργός και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή.
Πολύγλωσσο σύστημα: Η τουρκική γλώσσα αποκαλείται στο Σύνταγμα «γλώσσα του κράτους» κι όχι «επίσημη γλώσσα». Οι δημόσιες υπηρεσίες μπορούν μέχρι και να προσαχθούν στη δικαιοσύνη, αν προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλη γλώσσα.
Βιβλία που προάγουν το ρατσισμό: Στην επίσημη εκπαίδευση υπάρχουν βιβλία, που χρησιμοποιούν απαξιωτικές εκφράσεις κατά των άλλων εθνοτήτων. Η κατάργηση αυτών των βιβλίων ήταν το βασικό αίτημα της χήρας του δολοφονηθέντος Αρμένιου δημοσιογράφου, Χραντ Ντινκ.
Θρησκευτική ελευθερία: Δεν επιτρέπεται η σύσταση ανώτατων θεολογικών σχολών για να εκπαιδεύουν οι μειονότητες τούς θρησκευτικούς τους ηγέτες. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κλειστή Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Καταπάτηση περιουσιών: Πολλά ιδρύματα των μειονοτήτων της Τουρκίας έχουν καταπατηθεί από το Δημόσιο ή από τρίτα πρόσωπα, χωρίς να έχει δοθεί αποζημίωση στους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες και χωρίς να τους δίνεται η δυνατότητα δικαστικής αξίωσής τους.
Σημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου